Όταν κάποιοι πολεμούσαν τους ναζί στην Κατοχή, χιλιάδες άλλοι πλούτισαν
Η ιταλογερμανική Κατοχή του 1941-44, πέρα από λιμός, βομβαρδισμοί, μπλόκα, αντιστασιακές πράξεις και κτηνώδη αντίποινα, υπήρξε και κάτι άλλο: μια πελώρια οικονομική ευκαιρία οικονομικής αποκατάστασης και κοινωνικής ανόδου για χιλιάδες έλληνες πολίτες, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο βρέθηκαν σε θέση να εκμεταλλευτούν τη «συγκυρία» (και τη διάχυτη γύρω τους πείνα, δυστυχία κι ανασφάλεια) για να «φτιαχτούν» ή να αυξήσουν τον πλούτο που ήδη διέθεταν.
Βιομήχανοι που έκαναν χρυσές δουλειές χάρη στις παραγγελίες της Βέρμαχτ ή την παραγωγή ειδών πρώτης ανάγκης, υπεργολάβοι δημοσίων έργων που άνοιγαν δρόμους κι έφτιαχναν λιμάνια ή αεροδρόμια για λογαριασμό του στρατού κατοχής, μικροί και μεγάλοι μαυραγορίτες, «διαμεσολαβητές» κάθε λογής που έσωζαν (ή «προσπαθούσαν να σώσουν») ζωές με αντάλλαγμα χρυσές λίρες – όλοι αυτοί αποτέλεσαν τους κερδισμένους των ημερών, τη σπονδυλική στήλη της εθνικοφροσύνης και τη μαγιά του «αναπτυξιακού θαύματος» των επόμενων δεκαετιών.
Ορισμένοι απ’ αυτούς τους κερδισμένους ήταν κλασικοί τυχοδιώκτες, που ζούσαν τη ζωή τους χωρίς να πολυλογαριάζουν το μέλλον. Με την παροιμιώδη ευθύτητά της, η Μελίνα Μερκούρη μας έχει αφήσει π.χ. μια χαρακτηριστική -άκρως υποκειμενική αλλά ανατριχιαστικά οικεία- περιγραφή του μαυραγορίτη εραστή της εκείνων των χρόνων: «Ο Αλέξης μισούσε τους Γερμανούς γιατί ήταν δυνατοί. Περιφρονούσε τους Ελληνες γιατί ήταν αδύνατοι. Ελυσε το ζήτημα του ίδιου του του αντρισμού εκμεταλλευόμενος και τους δυο. Οι Ελληνες που είχαν ιδανικά γελοιοποιήθηκαν. Οι Γερμανοί που είχαν τα όπλα και τα τανκς νικιόνταν με την εξυπνάδα. Το να τους ξεπεράσεις σε εξυπνάδα σήμαινε να τους πάρεις χρήματα. Το να κάνεις να σωπάσει η φωνή της συνείδησης σήμαινε να πετάξεις τα χρήματα. Ηταν εικοσιέξι χρονών κι έλεγε πως θα σκοτωνόταν πριν απ’ το τέλος του πολέμου. Η ζωή έπρεπε λοιπόν να είναι διασκέδαση» («Γεννήθηκα Ελληνίδα», Αθήνα 1995, σ.79).
Η πλειοψηφία των ωφελημένων από την Κατοχή ανήκε ωστόσο στην κατηγορία των «νοικοκυραίων», των ανθρώπων που είδαν τη «ρευστότητα» της περιόδου απλώς σα μια καλή ευκαιρία να εξασφαλίσουν το μέλλον των παιδιών και των επιχειρήσεών τους. Και, σαν καλοί νοικουραίοι, φρόντισαν να επενδύσουν στην πιο σταθερή (αλλά συγκυριακά υποτιμημένη) «αξία». Αγοράζοντας -αντί πινακίου φακής- κάθε λογής ακίνητα, από οικόπεδα κι αγροτεμάχια μέχρι σπίτια κι ολόκληρες πολυκατοικίες.
Η άλλη όψη αυτού του πλουτισμού είναι γνωστή: το ξεπούλημα των περιουσιακών στοιχείων χιλιάδων ανθρώπων, κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί. Ενώ το πιο αδύναμο κομμάτι της κοινωνίας μετατράπηκε σε ανθρώπινους σκελετούς που πέθαιναν στους δρόμους σαν τις μύγες, μεγάλο τμήμα των εργατικών και μεσαίων στρωμάτων επιβίωσε «σκοτώνοντας» ό,τι είχε αποκτήσει ή κληρονομήσει τα προηγούμενα χρόνια.
«Το πρωί είδα τον Νικολαΐδη, τον χτηματομεσίτη του Χαροκόπου», σημειώνει χαρακτηριστικά το Γενάρη του 1942 στο ημερολόγιό του ο Χριστόφορος Χρηστίδης. «Μου είπε πως αυτό το μήνα έκανε μεσιτείες για δουλειές 6 εκατομμυρίων. Λέει πως τα ακίνητα υψώθηκαν μόνο 4-5 φορές. Ο κοσμάκης που πεινά, άρχισε να ξεπουλά τα σπίτια του» («Χρόνια Κατοχής», Αθήνα 1971, σ.201).
Την εικόνα συμπληρώνει η αποτίμηση του φαινομένου από το Γιώργο Θεοτοκά, ένα χρόνο αργότερα: «Υπάρχει πολλή κρυμμένη δυστυχία. Οι παλιές μεσαίες τάξεις φθίνουν οικονομικά, ζούνε ξεπουλώντας περιουσιακά στοιχεία, έργα τέχνης, έπιπλα κλπ σκεύη και ρούχα και τουαλέτες που αγοράζουν οι καινούριοι πλούσιοι της μαύρης αγοράς. Ουσιαστικά, αυτές οι τάξεις βρίσκονται σε πτώχευση. Οι καινούριοι πλούσιοι είναι άτομα τυχοδιωχτικά, που δρουν μέσα σε μια ζούγκλα κι ό,τι αρπάξει ο καθένας. Φυσικά, αρκετοί είναι οι παλαιοί πλούσιοι που προσαρμόστηκαν και ξανακάνουν χρήματα με τη μέθοδο των νεόπλουτων» («Τετράδια Ημερολογίου», Αθήνα 1980, σ.387).
Με αφοπλιστική λιτότητα, η ίδια διαδικασία καταγράφεται τέλος στο ρεμπέτικο τραγούδι του Μιχάλη Γενίτσαρη: «Μικροί μεγάλοι γίνανε / μαυραγορίτες όλοι / κι αφήσαν όλο το ντουνιά / με δίχως πορτοφόλι. / Πουλήσαμε τα σπίτια μας / και τα υπάρχοντά μας / για δυο ελιές κι ένα ψωμί / να φάνε τα παιδιά μας».
Την καλύτερη αποτύπωση αυτών των αλλαγών συνιστά η καταγραφή των αγοραπωλησιών ακινήτων επί Κατοχής από το σύλλογο που δημιούργησαν μεταπολεμικά οι πωλητές για να πάρουν πίσω τις περιουσίες τους. Το «Υπόμνημα περί ακυρώσεως των αγοραπωλησιών ακινήτων» που τύπωσε τον Αύγουστο του 1946 η Πανελλήνιος Ομοσπονδία Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής περιλαμβάνει εξαιρετικά διαφωτιστικούς στατιστικούς πίνακες, με βάση τα στοιχεία των συμβολαιογραφείων όλης της χώρας. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και μια αναλυτική λεπτομερής κατάσταση των αγορών μερικών χιλιάδων ακινήτων από 524 φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχει διασωθεί στο αρχείο της Ομοσπονδίας.
Το ερέθισμα για την παρουσίαση που ακολουθεί μας το πρόσφερε η μεταπτυχιακή εργασία του δασκάλου Παναγιώτη Σάμιου («Η Μαύρη Αγορά και οι ακίνητες περιουσίες που άλλαξαν χέρια την περίοδο της Κατοχής», Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2010), απ’ την οποία αντλήσαμε πολλά στοιχεία. Συμπληρωματικές πληροφορίες αναζητήσαμε στο αρχείο της Ομοσπονδίας Πωλησάντων, που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ.
Ανατομία μιας «ανακατανομής»
Το πρώτο δεδομένο αφορά τα μεγέθη του φαινομένου. Οπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, μέσα στην κατοχή άλλαξαν χέρια 350.000 περίπου ακίνητα. Το ένα τρίτο απ’ αυτά ήταν «αστικά» (σπίτια και οικόπεδα), τα δυο τρίτα «αγροτικά» (δηλαδή χωράφια, συχνά στην περίμετρο των αστικών κέντρων, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους των σημερινών πολεοδομικών συγκροτημάτων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης), ενώ πουλήθηκαν και 1.000 περίπου «βιομηχανικά» ακίνητα, ως επί το πλείστον βιοτεχνίες.
Η σχέση των περισσότερων απ’ αυτές τις συναλλαγές με τον πόλεμο και την πείνα είναι προφανής: τρεις στις τέσσερις πραγματοποιήθηκαν μέσα στα πρώτα δυο χρόνια της Κατοχής (1941-42), την περίοδο δηλαδή κατά την οποία σημειώθηκε και ο μεγαλύτερος αριθμός θανάτων από ασιτία. Στα τέλη του 1942, η κατάσταση είχε πιά κάπως σταθεροποιηθεί χάρη στα συσίτια του Ερυθρού Σταυρού. Ο κόσμος δεν πέθαινε πλέον από την πείνα, οπότε και το ξεπούλημα των περιουσιακών στοιχείων (όσων δεν είχαν «σκοτωθεί» το προηγούμενο διάστημα) περιορίστηκε αισθητά.
Η προπολεμική αξία αυτών των ακινήτων αποτυπώνεται στον Πίνακα ΙΙ. Οπως διαπιστώνουμε, η συντριπτική πλειοψηφία των πωλήσεων αφορά μικρά και μεσαία περιουσιακά στοιχεία, τα δε «βιομηχανικά» ακίνητα είναι στο σύνολό τους σχεδόν βιοτεχνικές μονάδες και μαγαζιά. Δεν έχουμε βέβαια στοιχεία για το βαθμό συγκέντρωσης αυτών των ιδιοκτησιών προπολεμικά, λογικά όμως το μεγαλύτερο μέρος τους πρέπει να ανήκε σε μεσαία στρώματα μικροϊδιοκτητών.
Η σχέση ανάμεσα στην προπολεμική αξία αυτών των ακινήτων και τις τιμές με τις οποίες «σκοτώθηκαν» αυτά επί Κατοχής φωτίζει ακόμη περισσότερο το χαρακτήρα αυτών των αγοραπωλησιών (Πίνακας ΙΙΙ). Σε μια Ελλάδα όπου οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής είχαν δεκαπλασιαστεί (σε σχέση με το μέσο ημερομίσθιο) μεταξύ Οκτωβρίου 1940 κι Απριλίου 1943, τα ακίνητα πωλούνταν κατά μέσο όρο στο 1/13 με 1/20 της αξίας τους! Οπως διαπιστώνουμε δε από τους δειγματοληπτικούς πίνακες που συνοδεύουν ως τεκμήρια το «Υπόμνημα» του 1946, αυτή η υποτίμηση των πωλούμενων ακινήτων υπήρξε μεγαλύτερη στο φόρτε της πείνας, αλλά και όσον αφορά τα ακίνητα μικρότερης προπολεμικής αξίας. Με δυο λόγια, οι μικροϊδιοκτήτες ξεπούλησαν φτηνότερα τα υπάρχοντά τους απ’ ό,τι οι «μεσαίοι» (που ενδεχομένως κινδύνευαν λιγότερο άμεσα από την πείνα).
Ακόμη και τα κλάσματα αυτά είναι ωστόσο σε μεγάλο βαθμό παραπειστικά, καθώς ο μηχανισμός που η δωσίλογη «Ελληνική Πολιτεία» είχε θεσπίσει γι’ αυτές τις συναλλαγές κατέληγε στην πράξη σε ακόμη μεγαλύτερη υποτίμηση της αξίας των πωλούμενων ακινήτων. Σύμφωνα με το Ν.Δ. 771 του 1941, όλες οι συναλλαγές άνω των 30.000 δρχ έπρεπε να πραγματοποιούνται μέσω τράπεζας, με κατάθεση εκεί του συνολικού τιμήματος, από το οποίο ο δικαιούχος δεν μπορούσε να κάνει παρά τμηματικές αναλήψεις 30.000 (κι αργότερα 40.000) δρχ κατά ορισμένα διαστήματα. Με τη δραχμή να υποτιμάται διαρκώς έναντι της χρυσής λίρας (συνολικά 1 προς 4.367 μεταξύ Απριλίου 1941 και Φεβρουαρίου 1944), οι τράπεζες ξεζούμιζαν έτσι με τη σειρά τους τον πωλητή.
Η εικόνα της «κοινωνικής κινητικότητας προς τα κάτω» που σηματοδοτεί αυτή η διαδικασία καταγράφεται αναλυτικά στον Πίνακα ΙV, με τα στοιχεία για τη μεταπολεμική οικονομική κατάσταση των πωλητών. Δυστυχώς δεν παρατίθενται στοιχεία για την αντίστοιχη οικονομική τους θέση πριν από τον πόλεμο, ούτε προσδιορίζεται επακριβώς η διαχωριστική γραμμή μεταξύ «απόρων», «ευπόρων» και «πλουσίων». Είναι ωστόσο προφανές ότι στην εκποίηση των μεσαίων κι ενός σημαντικού τμήματος των μεγάλων ιδιοκτησιών έχουμε να κάνουμε με εκπτώχευση (κι ενδεχομένως προλεταριοποίηση) προπολεμικών μεσοστρωμάτων, ενώ το ίδιο ισχύει και για ένα απροσδιόριστο ποσοστό της εκποίησης ακινήτων μικρής αξίας.
Η πιο ενδιαφέρουσα από τις στατιστικές πληροφορίες του «Υπομνήματος» αφορά, ωστόσο, τον κόσμο των αγοραστών (Πίνακας V). Τα δύο τρίτα τους ήταν άνθρωποι που στη διάρκεια της Κατοχής αγόρασαν από ένα ακίνητο, το ένα τέταρτο αγόρασε 2-3, το ένα εικοστό 4-10, ενώ το ένα τριακοστό «φτάχτηκε» πάρα πολύ χοντρά, αποκτώντας στο ίδιο διάστημα από 11 μέχρι 50 ή και περισσότερα ακίνητα. Πέντε με δέκα χιλιάδες Ελληνες βγήκαν, δηλαδή, από την κατοχή αισθητά πλουσιότεροι απ’ ό,τι ήταν πριν. Στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνουμε από το δειγματοληπτικό κατάλογο των 524 αγοραστών, η συγκεντροποίηση είναι ακόμη μεγαλύτερη, αφού συχνά διαφορετικοί αγοραστές είναι πρόσωπα μιας και της αυτής οικογένειας ή συνιδιοκτήτες της ίδιας επιχείρησης.
Ο αριθμός των υπόλοιπων 50 με 55.000 αγοραστών μας αποκαλύπτει μια άλλη όψη του φαινομένου: τον κόσμο που στο διάστημα της Κατοχής μπορεί να μην πλούτισε ιδιαίτερα, μάλλον όμως δεν έγινε και φτωχότερος, αφού απέκτησε κάποια νέα περιουσιακά στοιχεία. Αν κρίνουμε απ’ το διαθέσιμο δειγματολόγιο των 524, ανάμεσά τους βρίσκονται και χιλιάδες «μικροί» μαυραγορίτες, που μέσα στο θανατικό του 1941-42 αγόρασαν σπίτια και οικόπεδα καταβάλλοντας -σύμφωνα με τα συμβόλαια- κάποια δέκατα της λίρας για το καθένα…
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα ευφάνταστος, για να καταλάβει πως η «πυραμίδα» αυτή των αγοραστών συγκροτούσε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική βάση της πολιτικής συμμαχίας που στήριξε την εθνικόφρονα μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Για τη διατήρηση των κεκτημένων, η θεσμική κατοχύρωση της «συνέχειας του κράτους» και των θεσμών του μεταξύ 1940 και 1945 (με την ελαχιστοποίηση της απελευθερωτικής τομής του 1944) αποτελούσε μονόδρομο. Τα τανκς του Σκόμπι, μαζί με τη γεωπολιτική θέση της χώρας διασφάλισαν και τα συμφέροντα όλων εκείνων που πλούτισαν τα αμέσως προηγούμενα χρόνια.
Ο μεταπολεμικός «διακανονισμός»
Σε αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση, που η προγραμματισμένη σφαγή των μισθωτών κι ενός τμήματος των μικροαστικών στρωμάτων έχει την πλήρη υποστήριξη των πυλώνων της εγχώριας και διεθνούς νομιμότητας, οι αγοραπωλησίες ακινήτων της Κατοχής έπασχαν από μια σοβαρή κρίση νομιμοποίησης: στη διάρκεια του πολέμου, οι Σύμμαχοι και οι εξόριστες κυβερνήσεις είχαν διακηρύξει επανειλημμένα ότι οι αλλαγές ιδιοκτησιών στις κατεχόμενες από τον Αξονα χώρες θα θεωρηθούν μετά τη νίκη άκυρες.
Η πρώτη σχετική -και καθαρά μεταβατική- ρύθμιση έγινε από την κυβέρνηση Σοφούλη την παραμονή των εκλογών του 1946. Με τη Συντακτική Πράξη 114 της 29.3.46 ακύρωσε τις κατοχικές αγοραπωλησίες των μικροϊδιοκτησιών κι απαγόρεσε προσωρινά κάθε πράξη σχετική με τα υπόλοιπα, μέχρι την οριστική ρύθμιση του ζητήματος.
Ακολούθησε η δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ πωλητών κι αγοραστών, συνασπισμένων στις αντίστοιχες Πανελλήνιες Ομοσπονδίες, με διακύβευμα τη γενίκευση ή την κατάργηση της ΣΠ 114. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αγοραστών υποστήριζε πως η Συντακτική πράξη ήταν αντισυνταγματική, αφού ερχόταν σε αντίθεση με την «ελευθερία των συμβάσεων».
Για την προβλεπόμενη «τελική ρύθμιση» θα χρειαστεί να τελειώσει πρώτα ο Εμφύλιος και να φανούν στον ορίζοντα οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές. Στις 25 Νοεμβρίου 1949, ο Αναγκαστικός Νόμος 1323 θέσπισε την παρακάτω έκτακτη διαδικασία:
* Τα μεγάλα ακίνητα παρέμειναν στους αγοραστές. Οι πωλητές μπορούσαν να ζητήσουν την καταβολή ενός συμπληρωματικού τιμήματος, ίσου με το 75% της διαφοράς της αξίας του ακινήτου στα μέσα του 1949 και της τιμής πώλησής του.
* Τα μικρομεσαία ακίνητα, πάλι, μπορούσαν να διεκδικηθούν δικαστικά (εφόσον ο πωλητής μπορούσε ν’αποδείξει ότι δεν έχει πιά καμμιά περιουσία και με επιστροφή του τιμήματος σε 4 δόσεις, με τόκο 6%), είτε να μείνουν στον αγοραστή με δικαστικό συμβιβασμό και καταβολή συμπληρωματικού τιμήματος, όπως στην προηγούμενη κατηγορία. Στην πρώτη περίπτωση, καθυστέρηση καταβολής 2 δόσεων έδινε τη δυνατότητα στον αγοραστή να κρατήσει το ακίνητο. Υπήρχε τέλος η δυνατότητα εξώδικου συμβιβασμού, προς την ίδια κατεύθυνση και με λιγότερα έξοδα.
Χάριν της «ασφάλειας των συναλλαγών», αγωγές διεκδίκησης των ακινήτων μπορούσαν να κατατεθούν μόνο μέσα στο πρώτο εξάμηνο από την ψήφιση του νόμου. Την κατάσταση περιέπλεξε ακόμη περισσότερο η άρνηση κάποιων πρωτοδικείων (όπως του Πειραιά και της Κατερίνης) να εφαρμόσουν τον «αντισυνταγματικό» νέο νόμο. Το ζήτημα παραπέμφθηκε στον Αρειο Πάγο, που στις 16 Μαΐου 1950 -δέκα δηλαδή μέρες πριν τη λήξη της προθεσμίας- έκρινε τον Α.Ν. 1323 συνταγματικό, χωρίς όμως να δώσει παράταση σε όσους είχαν περίμεναν την έκβαση της δικαστικής αναμέτρησης πριν καταφύγουν στη Δικαιοσύνη.
Ο επίλογος γράφτηκε στις 28 Μαρτίου του 1951 με τις επίσημες δηλώσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης Ηλία Λαγάκου. Σε 48 από τις 58 περιφέρειες πρωτοδικείων της χώρας, ανακοίνωσε, είχαν κατατεθεί 74.548 αιτήσεις είτε αναστροφής των αγοραπωλησιών είτε δικαστικής συμπλήρωσης του τιμήματος, ενώ μέχρι τις 27.11.1950 είχαν γίνει και κάπου 32.000 εξώδικοι συμβιβασμοί.
Στο Πρωτοδικείο Αθηνών, «το οποίον έχει την μεγαλυτέραν κίνησιν», πρόσθεσε, «η τελευταία ημερομηνία κατά την οποίαν έχουν προσδιορισθεί προς συζήτησιν αγωγαί βάσει του Α.Ν. 1323 είναι η 27 Ιουλίου 1951. Συνεπώς μετά τέσσαρας μήνας τερματίζεται οριστικώς το ζήτημα των αγοραπωλησιών της Κατοχής».
Κι έζησαν όλοι καλά – και κάποιοι ακόμη καλύτερα…
Το προφίλ του αγοραστή
Σε πρόσφατο κείμενό του για την πείνα της Κατοχής, ο πανεπιστημιακός Χρήστος Λούκος επισημαίνει την ανάγκη «να διερευνηθεί και με άλλα ιστορικά κριτήρια [πέρα από τις μαρτυρίες απομνημονευματικού χαρακτήρα] ποιοί και με ακριβώς ωφελήθηκαν από τις έκτακτες συνθήκες που προκάλεσεη ξενική κατοχή. Με δυο λόγια, η ανακατανομή πλούτου που έγινε ποιούς ευνόησε».
Μια πρώτη -μερική- απάντηση μας δίνει ο σχετικός κατάλογος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, που φυλάσσεται στην ομώνυμη συλλογή του ΕΛΙΑ. Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο 68 δακτυλογραφημένων σελίδων, όπου καταγράφονται 524 αγοραστές ακινήτων, τα ακίνητα που αγόρασαν, οι αριθμοί συμβολαίων, το αναγραφόμενο σε αυτά τίμημα της αγοράς και το αντίτιμό του σε χρυσές λίρες την εποχή της αγοραπωλησίας.
Το ντοκουμέντο μας δίνει μια αρκετά περιορισμένη εικόνα του συνόλου. Από τους 100 αγοραστές περισσότερων από 50 ακινήτων αναγράφεται πχ. μόνο ένας (για την ακρίβεια δίδυμο: οι «Παπαλεξανδρής και Στεργίου», που αγόρασαν 120 ακίνητα στα Σπάτα), ενώ φιγουράρουν ελάχιστοι από τους 400 της κατηγορίας «21-50» και μάλλον αρκετοί από τους 1.500 που αγόρασαν από 11 μέχρι 20. Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, κάποια συμπεράσματα μπορούν να βγουν, ειδικά όσον αφορά τις μικρομεσαίες κλίμακες της πυραμίδας.
Μεταξύ των 524 συγκαταλέγονται 28 τουλάχιστον βιομήχανοι, 10 επιχειρηματίες, 18 κτηματίες, 1 εφοπλιστής, 6 εργολάβοι, 4 δικηγόροι και 81 έμποροι, ενώ υπάρχουν επίσης 13 νομικά πρόσωπα με προεξάρχουσα την Εθνική Τράπεζα. Μεταξύ των αγοραστών συγκαταλέγονται και τρεις Εβραίοι, οι δραστηριότητες των οποίων σταματούν για προφανείς λόγους στα μέσα του 1943.
Από τους αναγραφόμενους αγοραστές ακινήτων, «επώνυμες» είναι ίσως μόνο οι οικογένειες Παπαστράτου, Λαναρά, Βασιλειάδη, Καρέλλα και Χυτήρογλου. Στην ίδια κατηγορία μπορεί να υπαχθεί και η Ελένη Βουλπιώτη, σύζυγος του αντιπροσώπου της Ζίμενς Ιωάννη Βουλπιώτη. Μέσα στο 1941 αγόρασε 6 ακίνητα για 1-2 λίρες το καθένα.
Πιο αποκαλυπτικές είναι ίσως οι πληροφορίες που αντλούμε για τη βάση της πυραμίδας. Μια μεγάλη κατηγορία αγοραστών αποτελούν όπως είδαμε οι έμποροι κάθε λογής, ενώ ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι η παρουσία επαγγελμάτων που έχουν σχέση με την παραγωγή, διακίνηση ή επεξεργασία τροφίμων.
Ο «οινομάγειρος» Κ.Ζ. αγόρασε π.χ. 5 οικόπεδα μεταξύ Νοεμβρίου 1941 και Σεπτεμβρίου 1942, ο «ορνιθοτρόφος» Α.Α. 2 σπίτια και 2 χωράφια σε ακόμη μικρότερο διάστημα (Δεκέμβριος – Ιούλιος), ενώ ο «κτηνοτρόφος» Κ.Κ. 3 αγροτεμάχια μεταξύ Μαρτίου και Αυγούστου 1942 κι άλλο ένα τον Ιούλιο του 1943. Από τέσσερα χωράφια αγόρασαν την ίδια πάνω κάτω περίοδο ο «εστιάτωρ» Κ.Α. (Απρίλιος-Νοέμβριος 1942), ο «κρεωπώλης» Γ.Κ. (Μάιος 1942 – Σεπτέμβριος 1943) κι ο «κηπουρός» Θ.Κ. (Ιανουάριος – Οκτώβριος 1942), ενώ αποδοτικότερος αποδείχθηκε ο «ζαχαροπλάστης» Κ.Κ. με 5 ακίνητα μέσα στο τετράμηνο Απριλίου – Ιουλίου 1942. Τρεις «βουστασιάρχες», τέλος, ψώνισαν αντίστοιχα 3, 4 κι 6 «κτήματα», «αγρούς» ή οικόπεδα, ως επί το πλείστον το 1942-43.
Ο «αστυφύλαξ» Γ.Δ., πάλι, αγόρασε μέσα στο το Μάιο του 1941 τρία σπίτια καταβάλλοντας από μια λίρα για το καθένα. Τέσσερα ακίνητα αγόρασε και η «σύζυγος ενωμοτάρχου» Τ.Α. το 1941-42, με τιμές αγοράς από 3 έως 11 λίρες. Στον κατάλογο δίνουν επίσης το παρών ένας αξιωματικός (4 κτήματα το 1942-43) κι ο «αρχιερεύς Ματθαίος ή Γεώργιος Κ.», που μεταξύ Απριλίου 1943 και παραμονών της απελευθέρωσης έβαλε στην άκρη 2 σπίτια κι 1 απροσδιόριστο «ακίνητον».
Απροσδιόριστο παραμένει τέλος το επάγγελμα του Γ.Μ., που φέρεται απλώς ως «πρόσφυξ» και μεταξύ Νοεμβρίου 1943 κι Αυγούστου 1944 (ενώ δηλαδή η μεν πείνα είχε υποχωρήσει, αλλά τα μπλόκα, οι συλλήψεις κι οι εκτελέσεις έδιναν κι έπαιρναν) απέκτησε τρία οικοπεδάκια έναντι μηδενικού ή σχεδόν μηδενικού αντιτίμου.