Όσο δε μπορούμε να παράγουμε ένα νέο όραμα, είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε σαν λαός


ΠΕΡΑΣΕ ΑΛΛΟΣ ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ. Δεν υπάρχει πια αγανάκτηση, η οργή έχει στραφεί εσωτερικά και κακοσυνεύει. Έχει γίνει κατάθλιψη και ανημποριά. Η επικαιρότητα μας πληγώνει, η καθημερινότητα μας λυγίζει. Η ζωή μας έγινε απίστευτα δύσκολη και μια μαζική λοβοτομή μας κάνει άβουλους θαρρείς σαν να μην έχουμε πια τη θέληση να μαχηθούμε. Δεν ξέρουμε τελικά και για ποιον να μαχηθούμε. Για τον εαυτό μας και τη θλιβερή μειοψηφία που μας εκφράζει; Δεν υπάρχει πια ένας λαός. Γεμίσαμε φασίστες, γεμίσαμε μισαλλόδοξους, καιροσκόπους, δειλούς, αποπροσανατολισμένους, μισάνθρωπους και παρτάκηδες. Γι’ αυτούς να πολεμήσουμε; Και τελικά τι είναι η Ελλάδα; Ποιοι είναι οι Έλληνες; Τι μας κάνει αλήθεια περήφανους -ως- Έλληνες πια; Μας αξίζει πραγματικά να σωθούμε; Τι μαθήματα πήραμε; Διχόνοια παντού, όλοι εναντίον όλων, νεύρα τεταμένα, όλοι στην τσίτα, έτοιμοι να ξεσπάσουν για ασήμαντες αφορμές, με μια νευρικότητα που δεν καταλήγει σε αντίδραση, σε αντίσταση, σε δημιουργικότητα.
ΠΑΘΗΤΙΚΑ, ΜΟΙΡΟΛΑΤΡΙΚΑ ΣΧΕΔΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ.
Μόνο που αυτό το τέλος έρχεται αργά και βασανιστικά. Η νεόκοπη υλική φτώχεια μίλησε στην πνευματική μας φτώχεια και γέννησε μίσος και αποπροσανατολισμό. Όσο δε μπορούμε να παράγουμε ένα νέο όραμα, είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε σαν λαός. Είναι σαν να λειτουργεί ο δαρβινικός νόμος της φυσικής επιλογής σε επίπεδο εθνών. Ίσως τελικά και να μας αξίζει.