ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΟΥ 2001 – La loi c’est moi*
Πώς η (αντι)συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 86 και ο νόμος Βενιζέλου περί ευθύνης υπουργών άνοιξαν πριν από μια δεκαετία την κερκόπορτα για το μνημόνιο.
Αν η μετάβαση στο καθεστώς του μνημονίου ισοδυναμεί με καταστρατήγηση του Συντάγματος, η προγενέστερη (αντι)συνταγματική ρύθμιση υπό τη μορφή ψήφισης ενός άρθρου (86) στην αναθεώρηση του 2001 ήταν η Κερκόπορτα που οδήγησε στο μνημόνιο. Πρόκειται βεβαίως για τον Νόμο περί Ευθύνης Υπουργών που επιφύλασσε την προνομιακή μεταχείριση υπουργών και υφυπουργών έναντι των υπολοίπων πολιτών, ώστε να θεωρεί νόμιμη την παραγραφή ακόμη και αξιόποινων πράξεών τους μετά την παρέλευση πενταετίας.
Εμπνευστής του περιώνυμου νόμου ήταν ο Ευ. Βενιζέλος, ο οποίος κατά δήλωσή του ενώπιον πυκνού ακροατηρίου, στη συζήτηση που επακολούθησε την παρουσία των βασικών θέσεων του εν λόγω άρθρου, παραδέχθηκε ότι «η αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 έγινε με βασικό στόχο την αναθεώρηση του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών» (15.6.2001). Σε ομιλία του δε κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Α. Βγότζα «Η δίκη του Αντρέα Παπανδρέου – 20 χρόνια μετά» υποστήριξε μεταξύ άλλων για την αναγκαιότητα ύπαρξης του νόμου: «Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση πολύ σημαντική: είναι η σχέση μεταξύ πολιτικής και δικαστικής εξουσίας. Ποιους εμπιστεύεσαι να κρίνουν και υπό ποιες προϋποθέσεις και για ποιο σκοπό (σημ. υποθέτουμε αυτούς που εμπιστεύονται και οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί Ελληνες, σε ένα κράτος Δικαίου, δηλαδή τους δικαστές). Δεν υπάρχει κανένα κράτος στον κόσμο θεσμικά συγκροτημένο και ώριμο που να μην αναθέτει τη λήψη της καθοριστικής απόφασης στο κοινοβούλιό του…» (16/5/2009).
Ας δούμε όμως τι συμβαίνει σε άλλα θεσμικά συγκροτημένα και ώριμα κράτη, σύμφωνα με έναν άλλο συνάδελφο του κ. Βενιζέλου, τον συνταγματολόγο Ν. Αλιβιζάτο, ο οποίος σε άρθρο του υπό τον αποκαλυπτικό τίτλο «Ενα ανήθικο προνόμιο» υποστηρίζει:
«Για το κατάντημα της Βουλής δεν φταίνε οι πολιτικοί, αλλά το Σύνταγμα. Το Σύνταγμα που τους αναθέτει μιαν αρμοδιότητα, που κανονικά δεν έπρεπε να έχουν (άρθρο 86). Αν ο αφελής συνομιλητής μας το έψαχνε λίγο παραπάνω, πολύ φοβούμαι ότι θα κατατρόπωνε τους 268 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας, που το 2001 ψήφισαν το νέο άρθρο 86 του Συντάγματος. Διότι σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα το Σύνταγμα δεν αναθέτει στη Βουλή, και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα, την αρμοδιότητα να ασκεί την ποινική δίωξη κατά υπουργών, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι διέπραξαν αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους» (Καθημερινή 10/5/2009).
Ακολουθώντας λοιπόν την υπόδειξη του έγκριτου συνταγματολόγου (ως αφελής συνομιλητής που το ψάχνει λίγο παραπάνω) ας δούμε τι ορίζει το ίδιο το Σύνταγμα σχετικά με τη λειτουργία αναθεώρησής του:
Σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ. 1 το Σύνταγμα, οριοθετεί μια περιοχή του, η οποία καθίσταται παντελώς απρόσβλητη από κάθε εξουσία, συμπεριλαμβανομένης και της αναθεωρητικής. Μορφοποιείται έτσι ένας πρωτογενής σκληρός πυρήνας (ο Μανιτάκης τον αποκαλεί «υπερσύνταγμα»), ο οποίος περιλαμβάνει δύο κατηγορίες διατάξεων οι οποίες δεν επιδέχονται αναθεώρησης:
Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τις διατάξεις που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, η οποία προστατεύεται και ρητά στο 110 παρ. 1 Σ.
Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει 8 ρητά απαριθμούμενες διατάξεις οι οποίες καλύπτουν ουσιαστικά το περιεχόμενο όλων των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του άρθρου 4 περί ισότητας των πολιτών απέναντι στο νόμο. Βασική προϋπόθεση που θέτει το Σύνταγμα για τη διαδικασία της αναθεώρησής του είναι μεταγενέστερες διατάξεις να μην έρχονται σε σύγκρουση με αυτές τις θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος.
Με την αναθεώρηση του 2001 είναι προφανές ότι το επίμαχο άρθρο ’86 ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τις δύο αυτές θεμελιώδεις διατάξεις, τις οποίες το ίδιο το Σύνταγμα καθιστούσε απρόσβλητες και από την εξουσία της αναθεωρητικής βουλής. Επρόκειτο επομένως για ένα συνταγματικό πραξικόπημα, πολλώ μάλλον που συνέβη σε περίοδο πολιτικής σταθερότητας -δεν φέρει δηλαδή το άλλοθι της σημερινής κρίσιμης οικονομικής κατάστασης επιβολής του μνημονίου- στο οποίο όμως συνετέλεσε η ψήφιση του περιώνυμου άρθρου.
Ωστόσο έκπληξη δεν αποτελεί (για τον αφελή συνομιλητή) η στάση αυτών που το εψήφισαν, αρκετοί εκ των οποίων, με προεξάρχοντα τον κ. Βενιζέλο, συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να το υπερασπίζονται διακαώς (είναι πλέον δεδομένη ένεκα αυτού η απαξίωση του συνόλου -δυστυχώς- του πολιτικού κόσμου από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών), αλλά η στάση της δικαστικής εξουσίας, η οποία με δηλώσεις, άρθρα, σχόλια, αφήνει μεν αιχμές κατά του νόμου, πλην όμως κινείται στη ζώνη του «συνταγματικού λυκόφωτος», χωρίς να πράττει το αυτονόητο, που της αναγνωρίζει ο ανώτερος συνταγματικός χάρτης της χώρας:
Την τήρηση του Συντάγματος με την μη εφαρμογή νόμου που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς τις θεμελιώδεις αρχές του.
Γιατί λοιπόν η Θέμις στην πιο κρίσιμη στιγμή που διέρχεται μεταπολιτευτικά ο τόπος δεν ανέλαβε (και δεν αναλαμβάνει) να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του υπουργού τω υπουργώ;
Εξ ιδίων τα βέλη στο απόσπασμα που παραθέτουμε ως απάντηση, του αείμνηστου επίτιμου προέδρου του Αρείου Πάγου Στ. Ματθία:
«Η δικαστική λειτουργία διατηρεί μεν κατά βάση την εγγυημένη από το Σύνταγμα ανεξαρτησία της, όμως τα δικαστήρια δεν εκφράζουν δική τους πολιτική βούληση. Εφαρμόζουν απλώς, με κάποια περιθώρια ερμηνείας, τους νόμους που έχουν ψηφιστεί με κυβερνητική πρωτοβουλία. Επιπλέον, η παντοδύναμη κυβέρνηση δύσκολα ανέχεται την ελεγκτική και κυρωτική λειτουργία της Δικαιοσύνης. Και με διάφορες μεθοδεύσεις προσπαθεί να την περιορίζει ή να την κατευθύνει.
Συνήθεις πρακτικές είναι:
α) οι ευκαιριακές νομοθετικές επεμβάσεις στη σύνθεση και στις αρμοδιότητες των οργάνων αυτοδιοίκησης της Δικαιοσύνης
β) η προαγωγή, χωρίς καμία αιτιολόγηση και με κομματικά κατά κανόνα κριτήρια, των προέδρων και αντιπροέδρων των τριών ανώτατων δικαστηρίων, του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, των γενικών επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των Διοικητικών Δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 5 του Συντάγματος, αρμοδιότητα διά της οποίας είναι δυνατός ο επηρεασμός των εκάστοτε «υποψηφίων», που ανέρχονται σε αρκετές δεκάδες ανώτατων δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι και στελεχώνουν τα κορυφαία δικαστικά όργανα
γ) η εξασφάλιση διαφόρων ευνοιών υπέρ εκείνων που εμφανίζονται ως «συνεργάσιμοι»
δ) η νομοθετική «επίλυση» εκκρεμών υποθέσεων (παρά τις καταδίκες της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Στρασβούργου για την πρακτική αυτή της «δικαιοδοτούσης Βουλής»)
ε) η δημόσια μειωτική ή και περιφρονητική κριτική των μη αρεστών δικαστικών αποφάσεων
στ) η αυθαίρετη μη εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, καίτοι δεσμευτικών για το Δημόσιο
ζ) η διατήρηση των δικαστηρίων υπό απόλυτη οικονομική εξάρτηση από το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Με τέτοια δεδομένα, μολονότι οι πλείστοι δικαστικοί λειτουργοί παραμένουν σταθερά αφοσιωμένοι στο έργο τους, ανεπηρέαστοι και αληθινά ανεξάρτητοι, η δικαστική λειτουργία, που θα μπορούσε να αποτελέσει τον αποτελεσματικότερο φραγμό κατά της διαφθοράς, τελεί υπό διαρκή σχεδόν υπονόμευση, με αποτέλεσμα να βρίσκεται ενίοτε σε αδυναμία, σε κρίσιμες ιδίως υποθέσεις, να εκπληρώσει με επάρκεια και αποτελεσματικότητα την αποστολή της».
(Στ. Ματθίας, πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου, «Επιστήμη και Κοινωνία» τευχ. 15, 2005).
Συμπέρασμα αφελούς συνομιλητού: Το μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολίτευσης δεν είναι το Χρηματιστήριο, η Siemens ή το Βατοπέδι, αλλά ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, που αποτελεί ασπίδα προστασίας τυχόν σκανδάλων. «La loi, c’ est moi». Λουδοβίκεια κατάσταση!
Είπαν για το νόμο περί ευθύνης υπουργών:
«Οι δικαστές έφτιαξαν το νόμο περί ευθύνης υπουργών; Εμείς οι δικαστές μετά το νόμο τροποποιήσαμε τον κανονισμό της Βουλής για το ποιο όργανο είναι αρμόδιο για να κρίνει αν και πότε θα αποσταλεί μια υπόθεση, στην οποία εμπλέκονται υπουργοί, στη Βουλή; Γνωρίζει ο λαός μας ότι η σύντομη παραγραφή των αδικημάτων των πολιτικών προσώπων δεν την αποφασίζουν τα δικαστήρια αυθαίρετα, αλλά την ορίζει ο νόμος; Ερωτώ, ποιος φταίει να παραγράφονται τα αδικήματα των υπουργών πριν καλά καλά αποκαλυφθούν;»
(Χαρ. Αθανασίου αρεοπαγίτης, πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδος (ΕΔΕ)).
«Μια αναθεώρηση χρειάζεται το άρθρο 86. Την κατάργησή του. Να διώκονται (οι πολιτικοί) όπως όλοι οι πολίτες, Αυτό όμως προϋποθέτει μια πραγματικά ανεξάρτητη δικαστική εξουσία που θα έχει την τόλμη να αναλάβει τις ευθύνες της»
(Α. Μανιτάκης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου).
«Η αποδυνάμωση της δικαστικής εξουσίας, με αντίστοιχη μετάθεση αρμοδιοτήτων στη Βουλή, ενισχύθηκε στην αναθεώρηση του Συντάγμτος το 2001, όταν προβλέφθηκε ότι ούτε καν προκαταρκτική εξέταση για υπουργούς επιτρέπεται στις δικαστικές αρχές […] Δεν είναι όμως μόνο η εκτός της θεσμικής αποστολής της άσκηση ποινικών αρμοδιοτήτων από τη Βουλή. Υπάρχει και άλλος λόγος που καθιστά προβληματική την παραπάνω αρμοδιότητά της. Οι βουλευτές καλούνται να κρίνουν βουλευτές. […] Ακόμη και να μπορούσαν να αρθούν πάνω από αισθήματα συναδελφικής αλληλεγγύης και πάνω από κομματικές σκοπιμότητες και να κρίνουν κάθε υπόθεση αντικειμενικά, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτή η προς τα έξω αμεροληψία τους»
(Μ. Σταθόπουλος, καθηγητής Αστικού Δικαίου, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης).
*«Ο Νόμος είμαι εγώ», παράφραση της γνωστής ρήσης του Λουδοβίκου ΙΔ’ «L’ Etat c’est moi».