Η προσπάθεια των Γερμανών να προσελκύσουν την Ελλάδα στη δική τους σφαίρα επιρροής χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του 80, όταν για ένα περίπου χρόνο συνυπήρξαν, ως ηγέτες στις δύο χώρες, οι Ανδρέας Παπανδρέου και Χέλμουτ Σμιτ.
Η Γερμανική ελίτ είχε από τότε θέσει ως στόχο να προχωρήσει σε μία Γερμανική Ευρώπη, ενώ από εκθέσεις των μυστικών υπηρεσιών, ήξεραν για τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που υπήρχαν στο Αιγαίο, αδυνατώντας, όμως, τότε να εκτιμήσουν το μέγεθός τους.
Το 1981, η Ελλάδα είχε μόλις γίνει πλήρες μέλος της τότε ΕΟΚ και η Γερμανία, μαζί με τη Γαλλία ήταν οι ηγέτιδες δυνάμεις. Ο σχηματισμός του Γαλλογερμανικού άξονα τότε άρχισε να ισχυροποιείται σε συνθήκες, όμως, ισοτιμίας και όχι, όπως σήμερα, με τη Γερμανία σε ρόλο πρωταγωνιστή και τη Γαλλία σε ρόλο κομπάρσου.
Στη Βόννη, πίστευαν ότι ο σοσιαλδημοκράτης Χέλμουτ Σμιτ θα μπορούσε να αναπτύξει ένα modus vivendi με τον Ανδρέα Παπανδρέου και να διευκολυνθεί η οικονομική διείσδυση της Γερμανίας στην Ελλάδα και σταδιακά να αρχίζει να παίζει καθοριστικό ρόλο η Γερμανία στις επιλογές και στην κατεύθυνση της χώρας.
Μόνο που ο ''μεγάλος αντιφατικός'', όπως είχε χαρακτηριστεί ο Ανδρέας Παπανδρέου, θεωρούσε τότε ''πολύ δεξιό'' τον κ. Σμιτ, ενώ, έχοντας στρατηγικό μυαλό και αναλυτική γεωπολιτική σκέψη, θεωρούσε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να προσδεθεί στο άρμα της Γερμανίας.
Σε συζητήσεις του εκείνη την εποχή, ο Α. Παπανδρέου πίστευε ότι ο στόχος των Γερμανών ήταν να ελέγξουν οικονομικά την Ευρώπη και να ασκήσουν πίεση στις χώρες του Νότου, τις οποίες έβλεπαν ως καταναλωτές για τα προϊόντα τους.
Το 1990 με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου και την επανένωση της Γερμανίας τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Στην Ελλάδα Πρωθυπουργός ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που διατηρούσε άριστες σχέσεις με το Γερμανικό παράγοντα και η ''χημεία'' του με τον τότε Γερμανό καγκελάριο ήταν εξαιρετική.
Γερμανικές εταιρείες άρχισαν να παίρνουν δουλειές και προμήθειες, από τον τομέα των επικοινωνιών έως και αυτόν ακόμα της Άμυνας, που ήταν προνομιακός χώρος των ΗΠΑ και δευτερευόντως της Γαλλίας.
Η Ελλάδα άρχισε να ''ψωνίζει'' από τη Γερμανία, αλλά αυτό που ανησυχούσε το Βερολίνο ήταν η αδυναμία πολιτικού ελέγχου στη χώρα. Ήξεραν ότι αυτή η αδυναμία μπορούσε να ακυρώσει τα σχέδιά τους ανά πάσα στιγμή και η ανησυχία αυτή επιβεβαιώθηκε με την εκ νέου άνοδο του Α. Παπανδρέου στην εξουσία.
Στην τελευταία περίοδο της διακυβέρνησής του, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ ήταν πιο ρεαλιστής, αλλά εξ ίσου ανατρεπτικός.
Διαβλέποντας που οδηγείται η Ευρώπη, μίλησε για πρώτη φορά για τη συγκρότηση ενός ''διευθυντηρίου'' που οδηγεί την Ευρώπη σε λάθος κατεύθυνση και επιχείρησε να κάνει ένα άνοιγμα προς τις ΗΠΑ.
Για πρώτη φορά ο Ανδρέας Παπανδρέου γινόταν δεκτός στο Λευκό Οίκο ως Πρωθυπουργός, από τον τότε Πρόεδρο Μπιλ Κλίντον.
Η συνάντηση ήταν σε άριστο κλίμα, ήταν φανερό ότι, όταν έκλεισαν οι πόρτες, οι δύο ηγέτες είπαν πολλά και κυρίως για την πορεία που έπαιρνε η Ευρώπη, αν και οι ΗΠΑ, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, είχαν υποτιμήσει τους Γερμανούς.
Η συνάντηση αυτή θορύβησε το Βερολίνο που δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στον Α. Παπανδρέου, για τον οποίο μάλιστα ο Χ. Κολ έκανε επικριτικές αναφορές.
''Κερασάκι'' στην τούρτα αποτέλεσε η δήλωση Πάγκαλου που χαρακτήρισε τη Γερμανία ως ''γίγαντα με μυαλό νάνου'', με αποτέλεσμα να ξεσηκωθεί σάλος και να δοκιμαστούν σοβαρά οι σχέσεις των δύο χωρών.
Στους τελευταίους μήνες της πρωθυπουργίας του Α. Παπανδρέου, Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο κ. Κάρολος Παπούλιας, ο οποίος, αν και γερμανοτραφής, συμμεριζόταν απόλυτα τη στροφή που επιχειρούσε ο Α. Παπανδρέου προς τις ΗΠΑ, επιδιώκοντας στενότερες σχέσεις, ως αντίβαρο, στο γερμανικό επεκτατισμό στην Ευρώπη, που γινόταν πλέον απροκάλυπτος.
Τότε άρχισε να κινείται και να σχηματοποιείται ο πυρήνας του άτυπου, αλλά υπαρκτού ''γερμανικού κόμματος'' στην Ελλάδα.
Το Βερολίνο άρχισε να παρακολουθεί και να πλησιάζει Έλληνες πολιτικούς που είχαν διακριτό ρόλο ή θα μπορούσαν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στο εγγύς μέλλον.
Ο Κ. Μητσοτάκης είχε φύγει από την ηγεσία της Ν.Δ και αρχηγός ήταν πλέον ο Μιλτιάδης Έβερτ, που στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής εμπιστευόταν απόλυτα τον Πέτρο Μολυβιάτη, που ήταν ''εχθρικός'' απέναντι στα γερμανικά συμφέροντα. Οι Γερμανοί γνώριζαν ότι σε περίπτωση εκλογικής νίκης της Ν.Δ, ο Μιλτιάδης Έβερτ, ως Πρωθυπουργός, θα κοιτούσε περισσότερο προς την Ουάσιγκτον και λιγότερο προς το Βερολίνο.
Φυσικά είχαν ερείσματα και ανθρώπους στο εσωτερικό της Ν.Δ, οι οποίοι ήταν φιλικά διακείμενοι προς το Βερολίνο, όπως η κ. Μπακογιάννη και ο κ. Σουφλιάς, αυτό, όμως, δεν ήταν αρκετό, για να διασφαλιστούν τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις τους.
Αναγκαστικά αναζήτησαν εναλλακτικές λύσεις.
Τη χρυσή ευκαιρία τους την έδωσε η ασθένεια, η αποχώρηση και ο θάνατος τελικά του Α. Παπανδρέου. Το Βερολίνο θεώρησε, ως χρυσή ευκαιρία, να προωθηθούν άνθρωποι της δικής του επιρροής, στο κόμμα το οποίο εναλλασσόταν με τη Ν.Δ στην εξουσία.
Οι άριστες σχέσεις του Κ. Σημίτη με τους Γερμανούς προϋπήρχαν, οι ρίζες τους ξεκινούν από τις αρχές της δεκαετίας του '70, ενώ καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η ανέλιξη σε θέσεις-κλειδιά του Γερμανικού Κράτους, ενός προσώπου που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο και οποίος δεν έχει φωτιστεί ακόμα πλήρως.Του αδελφού του κ. Σημίτη, του κ. Σπύρου Σημίτη.
Την περίοδο που η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ θα εξέλεγε το διάδοχο του Α. Παπανδρέου στην Αθήνα, στη γερμανική πρεσβεία επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα, ενώ το Βερολίνο ζητούσε διαρκή ενημέρωση για τα τεκταινόμενα. Η γερμανική πρεσβεία είχε αρχίσει να ακτινογραφεί τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, που αποτελούσαν τότε το εκλεκτορικό σώμα, για να ενημερώνει το Βερολίνο. Είναι η εποχή που, σύμφωνα με πηγές, οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες άρχισαν να αναδιοργανώνονται, να αξιοποιούν το αρχείο της Στάζι και να σημειώνουν σημαντικές ''επιτυχίες'' στον αόρατο πόλεμο των μυστικών υπηρεσιών.
Οι Γερμανοί είχαν επιλέξει τον άνθρωπο τον οποίο θα στήριζαν και δεν ήταν άλλος από τον Κ. Σημίτη. Ταυτόχρονα διατηρούσαν και επαφή με τον Α. Τσοχατζόπουλο, επίσης γερμανοτραφή και με γερμανίδα (τότε) σύζυγο.
Δεν ήθελαν με τίποτα να εκλεγεί ο Γ. Αρσένης τον οποίο θεωρούσαν φιλοαμερικανό και μη (ελεγχόμενο) δυνάμενο να ελεγχθεί.
Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας τους δικαίωσε και ο Κώστας Σημίτης έγινε Πρωθυπουργός και αργότερα διάδοχος του Α. Παπανδρέου.
Για πρώτη φορά, υπήρχαν ευοίωνες προοπτικές, για να προωθηθούν τα γερμανικά σχέδια και να ενταχθεί η Ελλάδα στη σφαίρα επιρροής του Βερολίνου. Εκείνη την εποχή, είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι και οι Αμερικανοί υποδέχθηκαν με ευμενή συναισθήματα την ανάδειξη του κ. Σημίτη στην Πρωθυπουργία.
Ο τότε πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα είχε πεισθεί και έπεισε και την Ουάσιγκτον ότι ο κ. Σημίτης ήταν ένας συνεννοήσιμος πολιτικός και φιλικός προς τα αμερικανικά συμφέροντα.
Αποδείχθηκε ότι είχε κάνει λάθος.