ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΟΧΙ ΑΠΟ ΔΩΣΙΛΟΓΟΥΣ
Του Χρήστου Γιανναρα
Για πρώτη φορά ένα όνομα, με κατακτημένη ευφημία στον πολιτικό στίβο, έρχεται να προστεθεί στις φωνές της κοινωνικής αγωνίας που ζητούν «επανεξέταση», «αναμόρφωση» του Συντάγματος. Αλλά όχι από τους βουλευτές αναθεώρηση, όχι από τις συντεχνίες συμφερόντων σε ρόλο σήμερα κομμάτων. Στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο της «Κ» ο Στέφανος Μάνος έγραψε:
«Ασφαλώς χρειάζεται αναθεώρηση το Σύνταγμα. Μέσα στις διατάξεις του κρύβονται πολλές από τις αιτίες των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε σήμερα… Τα αίτια της διαμόρφωσης των συμπεριφορών που οδήγησαν στη σημερινή κρίση, στηρίζονται σε διατάξεις του Συντάγματος». Και πιο συγκεκριμένα: «Πολλά από τα αποκαλούμενα κοινωνικά κεκτημένα, πολλές ακαμψίες, η παντοδυναμία των συνδικάτων, η εύνοια προς μερικές κοινωνικές ομάδες». Κοντολογίς, σύνολη η πραγματικότητα «ενός κράτους που έχει προ πολλού πάψει να λειτουργεί».
Και την έκπληξη συνιστά η πρόταση του άρθρου: «Να ξεκινήσει η εξέταση του Συντάγματος και ο σχεδιασμός της αναμόρφωσής του μακριά από τη Βουλή, (να ξεκινήσει) από τους αριστείς της επιστήμης». Και επαναλαμβάνει: «Επιτακτική η επανεξέταση του Συντάγματος, όχι όμως από τους βουλευτές… Θα ήταν νομίζω μεγάλο λάθος να αφεθούν οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ., μόνοι τους κάτω από την καθοδήγηση των βουλευτών συνταγματολόγων, να διαμορφώσουν το Σύνταγμα».
Ποια λογική δικαιολογεί τον αποκλεισμό των βουλευτών από την επανασύνταξη του Συντάγματος; Μα η χειροπιαστά αποδεδειγμένη ανικανότητα και ιδιοτέλεια των τάχα αντιπροσώπων του λαού, «το μηδενικό ενδιαφέρον των δύο κομμάτων (εξουσία) για το μέλλον της Ελλάδας… η μικροκομματική τακτική με μοναδικό στόχο το κομματικό όφελος».
Στο ίδιο φύλλο της «Κ» ο καθηγητής Στάθης Καλύβας σκιαγραφεί, με εύστοχη ιεράρχηση, τη συμπτωματολογία των συνθηκών αδιεξόδου μέσα στις οποίες «συναντούμε ως χώρα την αυγή της νέας δεκαετίας». Επισημαίνει ότι η «ανοχή των πολιτικών ηγεσιών (απέναντι στη βία και την αυθαιρεσία) έχει συντελέσει στην απαξίωση εννοιών όπως δημόσια τάξη, ποινή ή κύρωση». Οπως και το πραγματικά εφιαλτικό, αλλά σπάνια ομολογημένο ότι «η διαπαιδαγώγηση των νέων όπως και της κοινωνίας γενικότερα βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων που διετέλεσαν οι ίδιοι στο παρελθόν κομματικοί χούλιγκαν και απλώς μεταλαμπαδεύουν τις αξίες τους». Δεν ζητάει ο Σ. Κ. αναθεώρηση του Συντάγματος από μη κομματικούς, αλλά συμπίπτει απολύτως στις διαπιστώσεις που θεμελιώνουν μια τέτοια απαίτηση.
Στο ίδιο φύλλο, η υποδειγματικής νηφαλιότητας δημοσιογραφική πένα του Κώστα Ιορδανίδη, διακινδυνεύει έμμεση, αλλά επώνυμη πιστοποίηση, εκφερόμενη με σχήμα υποθετικό: Ο (μη βουλευτής, ελέω μόνον αρχηγού) υπουργός Οικονομίας κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου «ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τα συμφέροντα των δανειστών» της Ελλάδας (ποιος δεν το βλέπει;), «δεν έχει στόχο την έξοδο της χώρας από την κρίση». Κάποτε, όσο ακόμα λειτουργούσαν οργανικές συνδέσεις της πολιτικής με την κοινωνία, μια τέτοια καταγγελία από τέτοια γραφίδα έριχνε την κυβέρνηση. Το ίδιο θα γινόταν και με τις εξόφθαλμες διαπιστώσεις που παρέθετε πριν από μιαν εβδομάδα, στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της «Κ», ο διευθυντής της Αλέξης Παπαχελάς: «Οι πολίτες αυτής της χώρας νιώθουν την απελπισία και δεν βλέπουν φως, μοιάζουν να βρίσκονται στο επίκεντρο μιας θύελλας και δεν είναι καθόλου σίγουροι ότι υπάρχει πυξίδα, καπετάνιος και εντέλει αντίπερα όχθη ασφαλής… Η χώρα έχει ένα διαλυμένο κράτος, δεν μπορεί να λύσει απλά προβλήματα όπως η διαχείριση των σκουπιδιών, τα πανεπιστήμιά της είναι τραγικά και όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρεις κάτι σάπιο από κάτω… Πρέπει να ξαναστήσουμε το ελληνικό κράτος, να βεβαιωθούμε ότι η ανομία δεν είναι πια ο κανόνας και να οργανώσουμε όλη τη χώρα σε άλλες βάσεις».
Είτε με διαπιστώσεις που υπαγορεύουν ένα κατεπείγον «πρέπει», είτε και με την άμεση πρόταση για την ανάγκη να συνταχθεί καινούργιο Σύνταγμα, συντονίζονται τα παραπάνω τέσσερα έγκυρα στον δημόσιο βίο ονόματα. Σίγουρα και πολλά ακόμα σοβαρά και ανιδιοτελή, που ο χώρος της επιφυλλίδας δεν αρκεί να τα περιλάβει. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν δημόσια δεσμευθεί σε έναν ελάχιστο, αλλά έμπρακτο ξεσηκωμό να σωθεί η πατρίδα από την καταστροφή. Πρέπει με κάποιον τρόπο να επιστρατευθούν για μια σοβαρή σπουδή των δυνατοτήτων λύσης, εξόδου από το αδιέξοδο.
Καινούργιο Σύνταγμα, καινούργια άρθρωση και δομή του κράτους, καινούργιες οριοθετήσεις του δημοσιοϋπαλληλικού υπουργήματος, καινούργιες προϋποθέσεις λειτουργίας του συνδικαλισμού, συνταγματικές προδιαγραφές δημοκρατικής οργάνωσης των κομμάτων. Αδύνατο να επιτευχθούν τέτοιοι στόχοι με ανίκανο, διεφθαρμένο, κλεπτοκρατικό πολιτικό σύστημα και με πολιτικό προσωπικό παγιδευμένο σε ενδημικές καταστάσεις ψυχοπαθολογίας, ενοχικής δωσιλογίας ή διανοητικών αγκυλώσεων. Πώς θα παρακαμφθεί αυτή η δεδομένη, αντικοινωνική «μαύρη αντίδραση» χωρίς να καταλυθεί η δημοκρατία; Ποιος θα επιλέξει και με ποια κριτήρια τα μέλη μιας Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης; Από ποιον θα κληθούν οι υπερκομματικοί συνταγματολόγοι (είδος υπό εξαφάνισιν στην Ελλάδα) να καθορίσουν προγραμματικούς όρους μιας (ούτε λίγο ούτε πολύ) παλιγγενεσίας;
Τουλάχιστον, όσους συγκλίνουν στην καταρχήν πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος από μη βουλευτές, θα μπορούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία να τους συναθροίσει σε κοινό έργο ένας φορέας επιστημονικός: ο Δικηγορικός Σύλλογος, η Ακαδημία Αθηνών, η Ενωση Δικαστών. Να τους προσφέρει τις δυνατότητες επιτελικής σπουδής και μελέτης, συστηματικής άρθρωσης συμπερασμάτων για το εφικτό ή το ανέφικτο της πρότασης. Ασφαλώς το εγχείρημα μοιάζει αφύσικο στο πλαίσιο δημοκρατικού πολιτεύματος και οι καρποί του θα αποτελέσουν «παγκόσμια πρώτη» στα πολιτικά χρονικά, αλλά εδώ μιλάμε για κατάσταση επαπειλούμενου εφιάλτη, όχι απλώς έκτακτης ανάγκης. Αν δεν υπάρξει εξωκομματική κοινωνική πρωτοβουλία με υπεύθυνο δημοκρατικό σχεδιασμό, το εναλλακτικό ενδεχόμενο είναι η φρίκη της ανευθυνότητας του τυχαίου γκρουπούσκουλου που θα βρεθεί στην εξουσία.
Το Μνημόνιο δεν είναι απλώς δέσμη δημοσιονομικών μέτρων, αλλά πρόγραμμα βίαιου μετασχηματισμού της ελλαδικής κοινωνίας, όπως εκ παραδρομής αποκάλυψε ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν («Κ» 14/12/2010). Δεν είναι λοιπόν η «δημοκρατία» που απειλείται. Κάθε πολίτης μη υποκείμενος σε κομματική εθελοτυφλία καταλαβαίνει ότι διακυβεύεται η ίδια η συλλογική μας ύπαρξη, και ότι με μόνες τις εύστοχες αναλύσεις της συντελεσμένης καταστροφής δεν σωζόμαστε. Χρειάζονται πρωτοβουλίες πράξης. Που μόνο θεσμοί εξ ορισμού επιφορτισμένοι με κορυφαίες κοινωνικές ευθύνες μπορούν να αναλάβουν