Ήρθε στον ύπνο μου ο Στρος Κάν
ο χειροπεδομένος,
τι σου ‘κανα ρε Έλληνα
μου λέει φουντωμένος.
Γιατί έτσι ασύστολα
μ’ εμένα τα….
‘χεις βάλει,
και χαίρεσαι που βρίσκομαι
σ΄ αυτό το μαύρο χάλι.
Με συγχωρείς ρε Ντομινίκ,
μα είμαι απελπισμένος
τρείς μήνες για να πληρωθώ
και είμαι απεγνωσμένος.
Χεράκι έβαλες κι εσύ
για να βρεθώ στο τέρμα
σε άδεια τσέπη διαρκώς
να ψάχνω να βρω κέρμα.
Ετούτο το ξεζούμισμα
δικιά σου ήταν πατέντα,
για κεραμίδι έψαχνα
και βρέθηκα σε τέντα.
Για κοίτα τη λουρίδα μου
δεν παίρνει άλλες τρύπες,
πενήντα χρόνια στενωπούς
πενήντα χρόνια λύπες.
Έφερες το μνημόνιο
να ‘χεις τα κεκτημένα.
Εσύ να έχεις το ψαχνό
το κόκαλο σ’ εμένα.
Εσύ έκανες το πατρόν
κι έδωσες το ψαλίδι,
και ήρθε η κυβέρνηση
και μ’ έκανε σκουπίδι.
Γιατί όμως ερωτόμαγκα
σ’ εμένα το χαράτσι;
Καλά λοιπόν σε κάνανε
οι φίλοι σου οι «Απάτσι»
Τράβα λοιπόν στο διάολο
κι εσύ κι καμαριέρα,
που θελες στα γεράματα
το πράμα σου παντιέρα.
Τράβα λοιπόν στο διάολο
κι ακόμα παραπέρα,
που απ’ το κελί της φυλακής
ποτέ μην δεις τη μέρα.
Καστρινός.