Πες τα ρε γιαγιά!!!
Μια παροιμία λέει «Αν δεν έχεις γέρο, αγόρασε». Εγώ δεν αγοράζω, αλλά μιλάω μαζί τους. Έτσι και δω παππού ή γιαγιά την πέφτω στο παγκάκι δίπλα τους κι αρχίζω το μπίρι – μπίρι. Σήμερα μια γιαγιά με μπλόκαρε. Πήγα να της «το αναλύσω» και με αποστόμωσε. Μου είπε «Άκου παιδί μου, σε αυτό το Κράτος χρωστάνε όσοι δεν έκλεψαν. Όσοι κλέψαν δε χρωστάνε».
Τα είπε όλα η γιαγιά, τέλος. Δίχως να διαβάζει εφημερίδες, δίχως να αναλύει μαρξισμό, δίχως να γνωρίζει το παρελθόν του Στουρνάρα και, κυρίως, δίχως να γνωρίζει ότι ο Βενιζέλος με τον νόμο 3904/10 θεσμοθέτησε το ακαταδίωκτο για όσους επιστρέψουν χρήματα από κατάχρηση.
«Σε αυτό το Κράτος χρωστάνε όσοι δεν έκλεψαν. Όσοι κλέψαν δε χρωστάνε». Η γιαγιά σιγά μη γνώριζε ότι δίνονται συνεχείς παρατάσεις που εξασφαλίζουν το ακαταδίωκτο και συγκεκριμένη φορολόγηση για όσους φέρουν από το εξωτερικό τις καταθέσεις τους και δηλώσουν τα χρήματά τους.
«Σε αυτό το Κράτος χρωστάνε όσοι δεν έκλεψαν. Όσοι κλέψαν δε χρωστάνε». Η γιαγιά αποκλείεται να γνώριζε πόσες δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ χαρίστηκαν σε ΠΑΕ, δηλαδή στους ιδιοκτήτες τους, που ήταν και ιδιοκτήτες ΜΜΕ ώστε να στηρίζουν τον Βενιζέλο και να μην ασκούν κριτική στον δικομματισμό.
«Σε αυτό το Κράτος χρωστάνε όσοι δεν έκλεψαν. Όσοι κλέψαν δε χρωστάνε». Η γιαγιά σιγά μην ξέρει ότι η κυβέρνηση ψήφισε ρύθμιση με την οποία ισχύει ακαταδίωκτο για τα μέλη του ΔΣ του ΤΑΙΠΕΔ σε σχέση με τις συμβάσεις που υπογράφουν, οπότε ανεξέλεγκτα μπορούν να πουλήσουν, να «πουλήσουν» ή να χαρίσουν δημόσια περιουσία δίχως έλεγχο και σα να ήταν δική τους.
Αυτά κι άλλα πολλά, δεν τα ξέρει η γιαγιά. Ξέρει, όμως, ότι έδωσε φακελάκι σε γιατρό δημόσιου νοσοκομείο και σκέφτεται «δε μπορεί να το ξέρω εγώ ότι αυτός τα παίρνει, αλλά να μην το ξέρει ο διοικητής του νοσοκομείου». Ξέρει ότι πλήρωσε γιατρό ιδιωτικού νοσοκομείου κι αντί για απόδειξη πήρε ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη και σκέφτεται «δε μπορεί να το ξέρω εγώ η αγράμματη, αλλά όχι οι σπουδαγμένοι και τρανοί του υπουργείου Οικονομικών». Ξέρει ότι υπάρχουν ελεύθεροι επαγγελματίες που δήλωναν ετήσιο εισόδημα 9.000 ευρώ, είχαν 6 σπίτια και 3 αυτοκίνητα και σκέφτεται «δε μπορεί να το ξέρω εγώ, αλλά όχι ο εφοριακός που μένει απέναντι και κάθε βράδυ τα πίνουν μαζί».
Ξέρει η γιαγιά ότι ο μεγάλος εγγονός της πήρε δάνεια για ν’ ανοίξει ένα κρεοπωλείο και τώρα κινδυνεύει να το χάσει μαζί με τον εαυτό του, επειδή δε μπορεί να ξεχρεώσει. Ξέρει ότι ο εγγονός της, της λέει «έρχεται ο άλλος και ζητάει κιμά για 2 ευρώ. Πόσο κιμά να βάλω; Έτσι κι αλλιώς εγώ καμένος είμαι, βάζω όσο μπορώ κι ας κρατήσει τα 2 ευρώ για να πάρει κάτι άλλο».
Ούτε με μιζέρια τα έλεγε η γιαγιά, ούτε με γκρίνια. Απλώς ξέρει ότι ο εγγονός της δεν έκλεψε, αλλά χρωστάει ενώ όσοι κλέψαν δε χρωστάνε πουθενά. Ξέρει η γιαγιά ότι η τράπεζα κατακλέβει εκείνον που δανείζει, αλλά ξέρει επίσης κι ότι η τράπεζα είναι το κράτος οπότε η τράπεζα δε χρωστάει ποτέ και πουθενά.
Μπορεί η γιαγιά να μην ξέρει ότι ενώ στο ΠΑΣΟΚ μιλάνε δημοσίως για κλεψιές στα οικονομικά του κόμματος, για πλαστά και ανύπαρκτα τιμολόγια, ο εισαγγελέας και το ΣΔΟΕ ούτε είδαν ούτε άκουσαν κάτι. Μπορεί να μην ξέρει και πολλά η γιαγιά, όμως όλα τα ξέρει και τα χώνει σε μια κουβέντα. «Σε αυτό το Κράτος χρωστάνε όσοι δεν έκλεψαν. Όσοι κλέψαν δε χρωστάνε».
Εγώ δε θα πεινάσω, μου είπε. «Εκεί στο χωριό, όλο και θα βρω ένα αυγό στο κοτέτσι για να φάω. Εσάς στις πόλεις λυπάμαι». Μας λυπάσαι, της είπα, αλλά ρε γιαγιά στο τέλος πάλι τους ίδιους θα πας να ψηφίσεις. Το μετάνιωσα. Γύρισε και με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που αν ήταν γροθιά θα μου είχε σπάσει τα μούτρα. «Ούτε οι Γερμανοί, ούτε οι Βούλγαροι γελούσαν στα μούτρα μας όταν μας ρήμαζαν. Αυτοί γελάνε». Έτσι είπε…