Ο Μελιγαλάς και ο «μύθος» του… Η αλήθεια για την Πηγάδα του Μελιγαλά
Η Μάχη του Μελιγαλά πραγματοποιήθηκε μεταξύ 13 και 15 Σεπτεμβρίου του 1944. Οι συγκρούσεις στην περιοχή του Μελιγαλά Μεσσηνίας, ήταν από τις τελευταίες μεταξύ των δυνάμεων της Εθνικής Αντίστασης, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας, κατά τις πρώτες ημέρες της αποχώρησης των δυνάμεων του Άξονα από την περιοχή. Με την επικράτηση των δυνάμεων του ΕΑΜ, ακολούθησε η σφαγή του Μελιγαλά, με θύματα πλήθος δοσιλόγων και αμάχων.
Ιστορικό
Στις 26 Αυγούστου του 1944 λαμβάνεται η απόφαση να αποχωρήσουν από την Ελλάδα τα στρατεύματα της Βέρμαχτ. Ο Άρης Βελουχιώτης, βρίσκεται στην Πελοπόννησο για να αντιμετωπίσει τα Τάγματα Ασφαλείας σε μια περιοχή που αυτά τρομοκρατούν τον πληθυσμό. Ο ΕΛΑΣ είχε ήδη χαρακτηριστεί συμμαχικό στράτευμα και λειτουργούσε πλέον και επίσημα υπό την κάλυψη της εξόριστης κυβέρνησης. Τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν ήδη χαρακτηριστεί προδοτικά και εχθρικά στρατεύματα.
Σε πολλές πόλεις της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου τα Τάγματα παραδόθηκαν χωρίς μάχη και χωρίς να εκτελεστούν ως αιχμάλωτοι στον ΕΛΑΣ.
Στην Καλαμάτα τα Τάγματα Ασφαλείας, βαριά εξοπλισμένα από τους γερμανούς ναζιστές για να εξασφαλίσουν τη φυγή τους από τα χτυπήματα που προσπαθούσε να τους καταφέρει ο ΕΛΑΣ, αποφάσισαν να μην παραδοθούν, αλλά σύντομα μεταφέρθηκαν στον Μελιγαλά για να δώσουν μάχη. Εκεί, ύστερα από τρεις μέρες αναγκάστηκαν να παραδωθούν στις δυνάμεις του Άρη Βελουχιώτη. Πολλοί από τους παραδοθέντες ταγματασφαλίτες εκτελέστηκαν είτε από τους Ελασίτες, είτε από τα εξαγριωμένα πλήθη και τους συγγενείς των θυμάτων τους.
Πολλές φορές οι ίδιοι οι Ελασίτες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τα αγανακτισμένα πλήθη προκειμένου να μην εκτελέσουν τα ίδια τους συνεργάτες των γερμανών και συνυπεύθυνους για τα δεινά τους.
Η Συμφωνία της Καζέρτας στις 26 Σεπτεμβρίου επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά το ρόλο του ΕΛΑΣ ως συμμαχικής δύναμης και καταδίκασε εκ νέου τα δοσιλογικά Τάγματα Ασφαλείας. Εξάλλου, υπό την πίεση των άλλων χωρών της Ευρώπης που είχαν ήδη θεσμοθετήσει παρόμοιες διατάξεις, η νέα κυβέρνηση της Απελευθέρωσης αναγκάστηκε να νομιμοποιήσει τις εκτελέσεις των δοσιλόγων, επισήμως των Ταγμάτων Ασφαλείας, της Ειδικής Ασφάλειας της Χωροφυλακής και άλλων πιο μικρών οργανώσεων.
Το νεκροταφείο των νεκρών του Μελιγαλά
Μετά τη Συνθήκη της Βάρκιζας όμως το νέο καθεστώς θα προσμετρήσει στους εκτελεσθέντες όχι μόνο τους σκοτωμένους κατά τη διάρκεια της μάχης και τους εκτελεσθέντες μετά τη μάχη ταγματασφαλίτες, αλλά και τις παράπλευρες απώλειες, τους αμάχους που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης από πυρά και των δύο πλευρών.
Παρά το γεγονός ότι η πλευρά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αναφέρει τη σφαγή του Μελιγαλά ως σφαγή κυρίως ταγματασφαλιτών ισχυριζόμενοι πως από τα 1.144 ονόματα σκοτωμένων στη Μάχη που παρουσιάζει ο τοπικός «Σύλλογος θυμάτων», περιλαμβάνονται 18 γυναίκες, 18 ηλικιωμένοι, ένας έφηβος και κανένα παιδί.
Ακόμα η πλειοψηφία των σκοτωμένων ήταν άντρες σε μάχιμη ηλικία και από διαφορετικές περιοχές (μόνο 108 ήταν από τον Μελιγαλά), σε μια περιοχή όπου ήταν σταθμευμένος ογκώδης αριθμός ταγματασφαλιτών.
Αξίζει ακόμα να σημειωθεί πως και οι ίδιοι οι υπερασπιστές των σκοτωμένων ταγματασφαλιτών της μάχης δείχνουν αναποφάσιστοι ως προς τον αριθμό τους καθώς ακόμα και στα ίδια πονήματα παρουσιάζουν διαφορετικούς αριθμούς. Ο πανεπιστημιακός Στάθης Καλύβας παραπέμπει στα στοιχεία της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας που μετρά 708 νεκρούς στο Μελιγαλά ενώ ο Στρατηγός Στέφανος Σαράφης αναφέρει πως εκτελέστηκαν περίπου 800 ταγματασφαλίτες.
Το μετεμφυλιακό καθεστώς παρουσίασε τη Μάχη και τη σφαγή σαν «έγκλημα των κομμουνιστών» παρουσιάζοντας συχνά τα Τάγματα σαν «εθνικόφρονες πατριώτες». Σήμερα τους ταγματασφαλίτες τιμούν κυρίως ακροδεξιές οργανώσεις και απόγονοι των εκτελεσθέντων.
Πηγή: wikipedia
Ο Μελιγαλάς και ο «μύθος» του
Η υπόθεση Μελιγαλά είναι βαθιά συνυφασμένη με τα πιο βαθιά τραύματα του Εμφυλίου και ταυτόχρονα ιδεολογικοποιημένη για πολιτική χρήση στο έπακρον. Ο ιστορικός Ιάσων Χανδρινός αναφερόμενος στην εποχή των συνθημάτων αφηγείται τα εξής ευτράπελα; «Αρχές της δεκαετίας του ’80. Το βάρος του «καυτού» εμφυλιακού παρελθόντος αισθητό και στα φοιτητικά αμφιθέατρα, όπου αντιπαρατίθενται από τη μια η ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος Β” Πανελλαδική ή/και η εξέλιξή τους, οι Αριστερές Συσπειρώσεις και λοιπές εξωκοινοβουλευτικές ομάδες, και από την άλλη η τότε ταχέως αναπτυσσόμενη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ/ΟΝΝΕΔ, με Ρέιντζερς, Κένταυρους και λοιπές «ομάδες κρούσης». Οταν οι πρώτοι έβριζαν τους δεύτερους «ΔΑΠίτες – Χίτες – Ταγματασφαλίτες», οι δεύτεροι, παραδόξως για την κοινή λογική, υιοθετούσαν το σύνθημα αυτό, για να τονίσουν αυτάρεσκα την ταυτότητα της «μαχητικής εθνικοφροσύνης», που οι πρώτοι τους απέδιδαν ως βρισιά και ως μομφή. Δηλαδή τα ΟΝΝΕΔόπουλα φώναζαν «Ζήτωσαν οι Χίτες, οι ταγματασφαλίτες, ζήτω η ΟΝΝΕΔ και οι ΔΑΠίτες», και τα τοιαύτα και έπαιρναν την απάντηση «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς», σε μια ενδιαφέρουσα «γηπεδική» συνομιλία πάνω στην πρόσφατη (1982) απόφαση του ΠαΣοΚ να αναγνωρίσει επίσημα την ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση».
Ο Μελιγαλάς προτού γίνει ιδεολογικός μύθος ένθεν κακείθεν ήταν ένα ιστορικό γεγονός που συνέβη λίγο μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Πελοπόννησο. Οι Γερμανοί έχοντας οργανώσει και ενισχύσει παντοιοτρόπως τα φιλικά τους Τάγματα Ασφαλείας, που έκαναν τις βρώμικες δουλειές εναντίον των ΕΑΜμιτών, φεύγοντας άφησαν στις διοικήσεις τους την ευθύνη των περιοχών με τον φόβο των κομμουνιστών. Από την άλλη μεριά το ΕΑΜ θέλησε να ξεκαθαρίσει την περιοχή πριν από την έλευση της εξόριστης κυβέρνησης. Ο Μελιγαλάς δεν διαλέχτηκε τυχαία για να γίνει θέατρο των εμφυλιοπολεμικών μαχών.
Με 3.000 περίπου κατοίκους ήταν έδρα των ιταλών καραμπινιέρων (1941-1943), αλλά και ενός τμήματος του γερμανικού στρατού (1943-1944). Εκεί είχε την έδρα του ένα από τα πιο ισχυρά τμήματα των Ταγμάτων Ασφαλείας με 1.000 άνδρες στους οποίους είχαν προστεθεί κι άλλοι που ήρθαν, ένοπλοι αλλά και άμαχοι, κυνηγημένοι από την Καλαμάτα και τα γύρω χωριά. Υπολογίζεται ότι την εποχή της μάχης το χωριό είχε 7.000 άτομα. Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (Η απελευθέρωσις της Ελλάδος και τα μετά ταύτην γεγονότα, έκδοση του Στρατού το 1973, που δεν κυκλοφορεί πια) όσο και με τον ιστορικό-δημοσιογράφο της περιοχής Πελοποννήσου Παντελή Μούτουλα (Πελοπόννησος 1940-1945, Βιβλιόραμα) επρόκειτο για μια κανονική μάχη δύο σχετικά ισοδύναμων στρατιωτικών τμημάτων, με παγίδες, επιμέρους επιθέσεις, περικυκλώσεις, νάρκες, διεισδύσεις κτλ.
Επειτα από μάχες τριών ημερών (14, 15, 16 Σεπτεμβρίου) οι ΕΑΜμίτες καταλαμβάνουν την πόλη του Μελιγαλά και ακολουθούν οι εκκαθαρίσεις στην αγορά Μπεζεστένι και κατόπιν στην περίφημη «Πηγάδα», η οποία «αποτέλει είδος φρέατος που είχεν ανορυχθεί δια την ύδρευσιν της κωμοπόλεως».
Ο αριθμός των θυμάτων ποικίλλει ανάλογα με το ποιος τους μετράει. Το Ιστορικό Τμήμα του Στρατού τους ανεβάζει σε 2.000 άτομα. Ο «Σύλλογος Θυμάτων» τους θέλει λίγο λιγότερους, γύρω στους 1.144 (όλοι ενήλικοι άνδρες και 18 γυναίκες). Το ιατροδικαστικό συνεργείο του Καψάσκη, το 1945, ανακοίνωσε ότι ξέθαψε 708 πτώματα. Στο μνημείο είναι γραμμένα 787 ονόματα από 61 πόλεις και χωριά. Η ΕΑΜική πλευρά μιλάει για πολύ μικρότερους αριθμούς, ο ΕΛΑΣ αναφέρει ότι σκοτώθηκαν 60 αντάρτες και 800 «ράλληδες», ενώ άλλοι υπολογίζουν ότι υπήρξαν 120 σκοτωμένοι στη μάχη και 280-350 εκτελεσμένοι στην Πηγάδα (Σπύρος Ξιάρχος, Η αλήθεια για τον Μελιγαλά, Καλαμάτα, 1982).
Είναι φανερό ότι η σφαγή των αιχμαλώτων είχε ξεφύγει από το πλαίσιο μιας τακτικής, κανονικής μάχης. Τα συσσωρευμένα μίση, οι χρόνιες εμφύλιες διαμάχες και κυρίως ο αγώνας για τη μελλοντική εξουσία φούντωναν τα μίση και όπλιζαν τα χέρια. Οπως παραδέχεται και ο «Ριζοσπάστης», το αγριεμένο πλήθος ήταν εκτός εαυτού και με μαχαίρια και τσεκούρια προσπαθούσε να εκδικηθεί τους συνεργάτες των καταχτητών αλλά, ίσως, και να λύσει προσωπικές διαφορές. (Η αλήθεια για τον Μελιγαλά, «Ριζοσπάστης», 11.9.2005).
Μετά το 1982 η επίσημη κυβέρνηση σταματά να παίρνει μέρος στις ετήσιες εκδηλώσεις για τον Μελιγαλά στο πλαίσιο της εθνικής συμφιλίωσης που διακήρυξε το ΠαΣοΚ. Η διαμάχη γύρω από τον Μελιγαλά ατονεί. Η χώρα εισέρχεται στην Ευρώπη και πλέον υπάρχουν άλλες κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές προτεραιότητες. Τα επόμενα χρόνια το μνημόσυνο για τα θύματα του Μελιγαλά διεξάγεται από τον «Σύλλογο θυμάτων», έχει χαρακτήρα οικογενειακό και τοπικό.
Σήμερα αυτοί που θυμούνται τον Μελιγαλά είναι νοσταλγοί του παρελθόντος, άνθρωποι που κρίνουν το σήμερα με ό,τι συνέβη πριν από μισό αιώνα. Τα φρικτά γεγονότα του Μελιγαλά είναι άγνωστα στη νέα γενιά και δεν θα μπορούσε κάποιος να τα εκτιμήσει σφαιρικά αν δεν τα τοποθετήσει στο πλαίσιο ενός σκληρού εμφυλίου πολέμου που έδωσε θύματα και από τις δύο πλευρές. Η Ιστορία δεν ζητεί πια δικαίωση της μιας ή της άλλης πλευράς, αλλά κατανόηση. Τι έγινε και γιατί.
Επιστροφή στο παρελθόν: Από τους ταγματασφαλίτες στους χρυσαυγίτες
Στο εφετινό (2012) μνημόσυνο στον Μελιγαλά, παρουσία επτά βουλευτών της Χρυσής Αυγής, τα συνθήματα που ακούστηκαν πήγαιναν 30 χρόνια πίσω: «Τιμή στους χίτες και ταγματασφαλίτες», «Αλήτες – φονιάδες -κομμουνιστές», «Τσεκούρι και φωτιά στα κόκκινα σκυλιά». Ο βουλευτής μάλιστα της Χρυσής Αυγής Η. Παναγιώταρος στην ομιλία του έκανε λόγο για «καινούργιους συμμορίτες, δεξιούς και αριστερούς» και είπε ότι τις επετείους όπως αυτή στον Μελιγαλά η Χρυσή Αυγή θα τις κάνει εθνικές εορτές, εάν ποτέ πάρουν την εξουσία.
Τα παιδιά της Χρυσής Αυγής έχοντας κρύψει το ναζιστικό και φασιστικό τους πιστεύω κάτω από τα μαξιλάρια τους, έχοντας ξεχάσει το πιστεύω στο δωδεκάθεο και τον αστρικό κύκλο, αφού προσηλυτίστηκαν με βιασύνη στην Ορθοδοξία, έπρεπε να εφεύρουν έναν ιδεολογικό στιβαρό πυρήνα. Ετσι αναζήτησαν ρίζες στη χούντα και τα ιδεολογικά της τερτίπια, κορυφαίο εκ των οποίων υπήρξε η Πηγάδα του Μελιγαλά.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών είχε αναδείξει την ιστορία του Μελιγαλά ως εμβληματικό σημείο αντιπαράθεσης με τον πάντα ελλοχεύοντα γι” αυτήν «κομμουνιστικό κίνδυνο». Από το 1953 ετελούντο στην περιοχή του Μελιγαλά ετήσιες εκδηλώσεις μνήμης και μισαλλοδοξίας. Η χούντα θα αναβαθμίσει τον εορτασμό. Ο χουντικός υπουργός Αθλητισμού (!) Ασλανίδης θα διαμορφώσει τον χώρο των εκτελέσεων (μάντρες, πάρκινγκ κ.ά.) και θα γιορτάζει πλέον με επισημότητα την επέτειο. Τις εκδηλώσεις θα τιμήσουν διά της παρουσίας τους το 1967 ο Παττακός, το 1968 ο «αντιβασιλέας» Ζωιτάκης, ενώ κατεβαίνουν οργανωμένα στην κάθε επέτειο μαθητές, στρατιώτες και «προσκυνητές» – όπως θα γράψει τοπική εφημερίδα – από άλλους ελλαδικούς τόπους.
Πηγή: tovima.gr