ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΠΟΥ ΙΣΧΥΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 5ον π.Χ. ΑΙΩΝΑ
Ελληνικό Δίκαιο που ίσχυε κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, δηλαδή του Χρυσού Αιώνα της Δημοκρατίας της ΑΘΗΝΑΣ.
Aναφέρεται εδώ η περίπτωση του πολίτη που ήθελε να γίνει βουλευτής.
Ο νόμος απαιτούσε τα εξής:
1) Να είναι Έλλην πολίτης
2) Nα κατέχει την Ελληνική θρησκεία και παιδεία
3) Nα ΜΗΝ είναι κίναιδος και
4) Να καταγραφεί ΟΛΗ η περιουσία αυτού, μέχρι και τα σανδάλια που φοράει, καθώς και η οικογενειακή του περιουσία.
Εάν τηρούνταν όλα αυτά τότε ο εν λόγω κύριος, μπορούσε να γίνει βουλευτής.
Αν ο κύριος αυτός πρότεινε και περνούσε νόμο ο οποίος αποδεικνυόταν οικονομικά ζημιογόνος για την Αθήνα, τότε έπρεπε να κατασχεθεί από την καταγεγραμμένη περιουσία του, όλο το ποσόν κατά το οποίο ζημιώθηκε οικονομικά η Αθήνα.
Αν δεν έφθανε η περιουσία του τότε έπρεπε να κατασχεθεί ΟΛΗ η περιουσία του (μέχρι και τα σανδάλια που κατεγράφησαν) και το υπόλοιπο που αδυνατεί να καλύψει να το εξοφλήσει ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ.
Αν ο νόμος που πρότεινε και πέρασε ο κύριος αυτός, ζημίωνε ΗΘΙΚΑ την Αθήνα η ποινή ήταν :
AΥΘΗΜΕΡΟΝ ΤΕΛΕΥΘΗΣΑΤΩ !!!
-ΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΙΣΧΥΕ-
Στην αρχαία Αθήνα δεν υπήρχαν βουλευτές με τη σημερινή έννοια του όρου αλλά η “Βουλή των 500” η οποία όμως ήταν νομοπαρασκευαστική. Οι νόμοι ψηφίζονταν ή όχι από την Εκκλησία του Δήμου.
Από τις σημαντικότερες αρμοδιότητες της Βουλής των 500 ήταν η κατάρτιση των προβουλευμάτων, δηλαδή των προσχέδιων νόμων που επρόκειτο να συζητηθούν και να ψηφισθούν από την Εκκλησία του δήμου (Aριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 45.4). Παράλληλα, είχε τον έλεγχο των οικονομικών του κράτους και των θησαυρών των ιερών, ήταν υπεύθυνη για τον εξοπλισμό και για την επάνδρωση των τριήρων καθώς και για το ιππικό, ενώ βρισκόταν σε συνεχή επαφή με τους άρχοντες και με τους στρατηγούς (Aριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 46.1, 49.1-2). Για κάθε καινούργια πρόταση που έμελλε να συζητηθεί και να ψηφιστεί από την Εκκλησία του δήμου, έπρεπε να γίνει γνωστός ο βουλευτής που είχε κάνει την εισήγηση, η πρυτανεύουσα φυλή και ο επιστάτης των πρυτάνεων, τα ονόματα των οποίων αναγράφονταν στην αρχή του ψηφίσματος. Εάν ένα ψήφισμα ήταν ανάρμοστο, τότε, σύμφωνα με τη γραφή παρανόμων, το ψήφισμα ακυρωνόταν κι ο αρχικός εισηγητής του δικαζόταν.
Κάθε μια απο τις δέκα κλεισθένειες φυλές επέλεγε από τους δήμους που της ανήκαν πενήντα προκρίτους, οι οποίοι αποτελούσαν τη Βουλή των 500. Η εξουσία τους τον 5ο αιώνα π.Χ. ήταν ετήσια, ενώ κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. δεν μπορούσαν να θητεύσουν για δύο συνεχόμενα χρόνια ή περισσότερο από δύο φορές στη ζωή τους.
Οι βουλευτές έπρεπε να είναι αθηναίοι πολίτες, να ανήκουν σε μία από τις τρεις ανώτερες οικονομικές τάξεις, των πεντακοσιομέδιμνων, των ιππέων ή των ζευγιτών, και η ηλικία τους να υπερβαίνει τα 30 χρόνια. Πριν ορκιστούν στην πρώτη συνεδρία κάθε έτους, οι νέοι βουλευτές περνούσαν από έλεγχο, τη λεγόμενη δοκιμασία, ενώ μετά το τέλος της θητείας τους λογοδοτούσαν για την ορθή άσκηση των καθηκόντων τους (εύθυνα). Είχαν ορισμένα προνόμια, όπως απαλλαγή από κάθε στρατιωτική υποχρέωση κατά τη διάρκεια της θητείας τους, ειδική θέση στα θέατρα, ασυλία, ενώ μετά τις μεταρρυθμίσεις του Περικλή (450/1 π.Χ.) έπαιρναν και βουλευτικό μισθό.
Η Βουλή συνεδρίαζε στο Βουλευτήριο κάθε μέρα, εκτός από τις γιορτές. Τη συγκαλούσε η πρυτανεύουσα φυλή, την οποία αποτελούσαν οι πενήντα βουλευτές της κάθε φυλής, με τη σειρά που αυτοί ορίζονταν μετά από κλήρωση. Οι βουλευτές κάθε φυλής γίνονταν πρυτάνεις για τριανταπέντε ή τριανταέξι ημέρες, διάστημα που αντιστοιχούσε σε έναν αττικό μήνα, ο οποίος έπαιρνε το όνομά του από την πρυτανεύουσα φυλή και ήταν ίσος προς το 1/10 του πολιτικού έτους. Οι πρυτάνεις ήταν τα πιο σημαντικά πρόσωπα της πόλης τους. Κάθε μέρα αναδείκνυαν με κλήρο τον επιστάτη των πρυτάνεων, ο οποίος με τους δεκαεπτά πρυτάνεις της μίας τριττύος (ο αριθμός αντιστοιχούσε με το 1/3 του αριθμού των πενήντα πρυτάνεων) έμεναν και σιτίζονταν στο Πρυτανείο, πιθανότατα στη Θόλο. Με τον τρόπο αυτό κάθε αθηναίος πολίτης στη διάρκεια της ζωής του θα είχε την ευκαιρία για ένα 24ωρο -από τη δύση του ηλίου της μίας ημέρας μέχρι τη δύση της επομένης- να γίνει επιστάτης των πρυτάνεων. Έτσι θα μπορούσε να ασκήσει την ανώτατη εκτελεστική εξουσία, να κρατήσει τη δημόσια σφραγίδα και τα κλειδιά των ιερών, όπου υπήρχε ο θησαυρός της πόλης και τα δημόσια αρχεία, ακόμη και να εκτελέσει χρέη προέδρου της Βουλής των 500 και της Εκκλησίας του δήμου, στην περίπτωση που θα συνέπιπτε η συνεδρία της Εκκλησίας με την ημέρα της πρυτανείας του.
Τι ίσχυε για τους βουλευτές και τους υπόλοιπους κρατικούς λειτουργούς.
Όλοι οι πολίτες είχαν εξίσου το δικαίωμα να αναλαμβάνουν τα αξιώματα της πόλης τους. Οι άρχοντες εκλέγονταν με κλήρο, ενώ οι στρατηγοί και οι οικονομικοί αξιωματούχοι εκλέγονταν με ψηφοφορία, επειδή για την άσκηση των καθηκόντων τους απαιτούνταν ιδιαίτερα προσόντα και συγκεκριμένες ικανότητες (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία 43.1-2). Η εκλογή των αρχόντων με κλήρο περιόριζε τις ευκαιρίες για την ανάδειξη στην εξουσία ενός ισχυρού ατόμου ή συμβουλίου που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του δήμου και απάλλασσε έτσι σε μεγάλο βαθμό την εκλογική διαδικασία από ανταγωνισμούς και εχθρότητες. Για το λόγο αυτό διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον περιορισμό των πλεονεκτημάτων που έδιναν η κοινωνική θέση και ο πλούτος των παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών.
Μετά την εκλογή τους, και πριν ακόμη αναλάβουν το αξίωμά τους οι άρχοντες περνούσαν από εξέταση -τη λεγόμενη δοκιμασία- μπροστά από τους θεσμοθέτες, εκτός μόνον από τους εννέα άρχοντες και τους βουλευτές, που εξετάζονταν από την απερχόμενη Βουλή. Με τη δοκιμασία διαπιστωνόταν, εάν το άτομο είχε τα απαραίτητα προσόντα για την ανάληψη των καθηκόντων του· έπρεπε δηλαδή να ήταν αθηναίος πολίτης, να είχε συμπληρώσει το τριακοστό έτος της ηλικίας του, να ανήκε σε συγκεκριμένη οικονομική τάξη -προσόν απαραίτητο για ορισμένα αξιώματα- να είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές και τις οικονομικές του υποχρεώσεις προς την πόλη, να μην ήταν άτιμος και τέλος να μη διωκόταν δικαστικά (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 55.3-5).
Μετά το τέλος της θητείας τους οι άρχοντες ήταν υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν για τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους (εύθυνα), υποχρέωση που σταθεροποιήθηκε στην αθηναϊκή πολιτική πρακτική στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Πριν από τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη (462/1 π.Χ.) τα παράπονα εξετάζονταν από το συμβούλιο του Αρείου Πάγου, ενώ μετά από αυτές οι συγκεκριμένες διαδικασίες εκτελούνταν από αξιωματούχους, που εκλέγονταν από την Εκκλησία του δήμου. Στην περίπτωση που οι άρχοντες αποδεικνύονταν ότι είχαν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη, τους τιμούσαν με χρυσοφορία, στεφανηφορία ή άλλη διάκριση, ενώ το τιμητικό ψήφισμα χαρασσόταν σε λίθινη στήλη και στηνόταν σε επίσημο μέρος της πόλης, συνήθως στην Αγορά, στην Ακρόπολη ή σε κάποιο ιερό, ώστε να γίνει γνωστό σε όλους.
Μισθοφορά ονομαζόταν η απόδοση μισθών στους πολίτες που άφηναν την εργασία τους για την άσκηση των πολιτικών καθηκόντων τους. Η ιδέα και η εφαρμογή της μισθοφοράς ανήκει στον Περικλή και γενικεύτηκε για όλους τους κληρωτούς άρχοντες πριν από το θάνατό του (429/8 π.Χ.). Υπήρχε ο βουλευτικός μισθός για τους βουλευτές και ο δικαστικός για τους Ηλιαστές, ενώ από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. δινόταν και ο εκκλησιαστικός μισθός στους πολίτες που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του δήμου. Δεν προβλεπόταν αμοιβή για τα μέλη του Αρείου Πάγου και για τους αξιωματούχους που ασκούσαν μικρότερα αξιώματα, τα οποία απαιτούσαν λιγότερο χρόνο και περιορισμένα οικονομικά μέσα (Αριστοτέλης, Αθηναίων πολιτεία 62.2). Η μισθοφορά υπήρξε ουσιαστικό στοιχείο της δημοκρατίας, το οποίο εξασφάλιζε ουσιαστικότερα την ισότητα των πολιτών, καθώς έδινε τη δυνατότητα διαβίωσης σε όσους πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην πόλη.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι το παραπάνω κείμενο εν μέρη ισχύει με κάποια έννοια διαφορετική από τη σημερινή βεβαίως.
Π.χ. το “Έλληνες υπήκοοι” ασφαλώς και δεν υπήρχε ως προϋπόθεση με την έννοια που έχει σήμερα, αλλά το “Αθηναίοι πολίτες” βλέπουμε (όσοι δεν το ξέραμε) ότι υπήρχε.
Η ουσία ειναι οτι ΟΛΟΙ οι υπεύθυνοι που διαχειριζόντουσαν μεγάλα χρηματικά ποσά στην Αρχαία Αθήνα ήταν ΕΚΛΕΓΜΕΝΟΙ και οχι δια κλήρου και ηταν ΠΑΝΤΑ πλούσιοι διότι ήταν ΥΠΟΛΟΓΟΙ με την περιουσία τους ,ωστε σε περίπτωση που ”έλειπαν” λεφτά να μπορούν να τους κάνουν κατάσχεση.
Στο τέλος δε κάθε θητείας δίνανε λεπτομερή λογαριασμό-αναφορά για καθε δεκάρα.
Η σύγκριση με το σήμερα θεωρώ πως είναι απαγορευτική και απογοητευτική για πολλούς λόγους.
Λόγιος Ερμής ϶ϵ