Γράφει ο Γιώργος Μαλούχος
Κάποτε, ξέραμε τους ελεύθερους πολιορκημένους. Χθες, η πρωτεύουσα ήταν ένας τόπος ελεύθερων – αποκλεισμένων: ακόμα και οι πεζοί δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν στο κέντρο της πόλης.
Στα μπλόκα η αστυνομία ρωτούσε γιατί και προς τα πού μετακινούνται. Ούτε και περπατώντας δεν μπορούσαν να κινηθούν στην πόλη τους…
Κάποτε, το να μεταβάλλεται μια πόλη σε έρημο ήταν μια μορφή αντίστασης, ένας τρόπος αποδοκιμασίας σε πολύ συγκεκριμένες στιγμές.
Όμως η έρημος στην οποία μεταβλήθηκε χθες η Αθήνα για να υποδεχθεί τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγανγκ Σόιμπλε δεν ήταν αυτό: ήταν, αντίθετα, έρημος που εκφράζει έναν τόπο στον οποίο η ηγέτιδα τάξη του έχει απολέσει τους βασικούς δεσμούς αναφοράς με το ρόλο και κάθε στοιχειώδη λειτουργία ή καθήκον της. Εκφράζει μια χώρα που έχει πλέον αποφασίσει να αυτοκαταργηθεί.
Χθες ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ήρθε, είδε και απήλθε ευτυχής από την Αθήνα: η ελληνική κυβέρνηση δεν τόλμησε να του αρθρώσει λέξη για τίποτα, όπως ακριβώς ο κ. Σόιμπλε είχε απαιτήσει πριν έρθει.
Εγινε δεκτός με δουλικότητα πρωτοφανή, που είναι απορίας άξιον πώς δεν έκανε τους οικοδεσπότες του να κοκκινίζουν. Κι αυτό δεν αφορά τόσο στα αδιανόητα μέτρα ασφαλείας και στους περιορισμούς, όσο στο πώς επέβαλε ανοιχτά, δημόσια και εκ των προτέρων μια αυτολογοκρισία που δεν ταιριάζει σε κυβερνήτες έστω και πτωχευμένης χώρας.
Ηταν φυσικά θλιβερό να ακούει κανείς τον Σόιμπλε σε ύφος διατάγματος να λέει ότι ήρθε επειδή τον κάλεσε ο πρωθυπουργός (κάρφωμα…) για να δείξει ότι μας έχει εμπιστοσύνη, ότι πρέπει να ξεχάσουμε το κούρεμα αν θέλουμε το καλό μας και να μην «κινδυνεύσουμε», ότι αν τολμήσουμε να πούμε λέξη θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα και ότι θα δει και αν χρειαστούν και άλλα μέτρα το 2014… Και μετά σιωπή…
Σε αυτή την ερημιά, η μόνη «ζωντάνια» ερχόταν από μία Βουλή απελπιστικά τραγική, όπου είχαν ανοίξει οι οχετοί και δεν έλεγαν να κλείσουν…
Και μέσα στην καθολική απαξίωση μιας ασπόνδυλης πλέον Ελλάδας, μια λέξη που πριν από ενάμιση χρόνο μονοπωλούσε την πολιτική ζωή ερχόταν τώρα θολή και απόμακρη, πραγματικά ακατανόητη, στο μυαλό: «επαναδιαπραγμάτευση».
Ηταν μια λέξη – σημαία πίσω από την οποία στοιχήθηκαν πολλά.
Τελικά, ήταν εντελώς κενή περιεχομένου: όπως ήρθε, έτσι έφυγε.
Και χθες ήταν φυσικό η εκκωφαντική κενότητά της να αντηχεί μέσα από τις εικόνες μιας τέτοιας πρωτοφανούς αυτολογοκρισίας, μιας κυβέρνησης που έχει αποδεχθεί ότι δεν έχει πια το δικαίωμα όχι να διαφωνεί, αλλά ούτε καν να μιλά όταν της το απαγορεύουν μέσα στην ίδια της την έδρα: στην πρωτεύουσα μιας χώρας που δεν υπάρχει πια…