“ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΕΤΑ-ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ” του Νίκου Νημά
Γράφει ο Νικόλαος Νημάς
Το ερώτημα «σε ποιο κόσμο θέλουμε να ζούμε», αποτελεί το πιο θεμελιώδες ιδεολογικό ζήτημα. Με βάση αυτή τη παρατήρηση, μπορούμε να οραματιστούμε έναν κόσμο που διαρκώς αυξάνει τις ατομικές, τις κοινωνικές και φυσικές δυνατότητες, που εξασφαλίζει σε κάθε άνθρωπο μια ζωή με νόημα, που του επιτρέπει να πραγματώνει τις δυνατότητές του και να ικανοποιεί, μέσω της συνύπαρξης, της αμοιβαίας κατανόησης, του αμοιβαίου σεβασμού, της συνεργασίας και της συνέργιας τις ανάγκες που ο ίδιος επιλέγει, με τα μέσα και τους τρόπους που ελεύθερα, επίσης ο ίδιος επιλέγει. Ένα κόσμο που εξασφαλίζει τις δυνατότητες σε κάθε άνθρωπο να γίνει αυτός που θέλει, και τη «καλή ζωή», όπως ο ίδιος την εννοεί, στο πλαίσιο της συνύπαρξης, της συνεργασίας και της αμοιβαιότητας με τους άλλους ανθρώπους και τη φύση.
Έναν κόσμο μη δαρβινικό, όπου το «μεγάλο ψάρι δεν θα τρώει το μικρό», αλλά με βάση τις δυνατότητες και τις επιλογές του θα απολαμβάνει τη ζωή που το ίδιο επιλέγει, έναν κόσμο με έμπρακτο σεβασμό για τη διαρκή ζωή της φύσης και για την «καλή ζωή» των άλλων, όπως οι ίδιοι την εννοούν στο παρόν και στο μέλλον. Ένα κόσμο που θα κυριαρχεί, δικαιοσύνη, η ηθική, ειρήνη, η άμιλλα, ο σεβασμός των εθνικοτήτων, των χωρών, των πολιτισμών, η συνεργασία και η συνέργεια μεταξύ των χωρών σε όλους τους τομείς, στη λογική του «κερδίζουμε – κερδίζετε».
Με βάση τα προηγούμενα, ένας τέτοιος κόσμος και μια τέτοια πατρίδα θα παραμένουν μια ιδανική ουτοπία, αν δεν στηριχτούν σε μια σειρά θεμελιωδών αξιών και αλληλοσυμπληρούμενων αρχών, τις οποίες χρειάζεται να ενστερνισθούμε όλοι. Χρειαζόμαστε δηλαδή μια κοινή «μετα-ιδεολογία» που θα ξεπερνά τις ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και το σοσιαλισμού, όπως αυτές εκφράζονται με μικρότερες ή μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις από τα υφιστάμενα κόμματα. Χρησιμοποιούμε τον όρο μετα-ιδεολογία με την έννοια ότι περιλαμβάνει ιδέες που αφορούν τα θεμελιώδη ερωτήματα της κοινωνικής συνύπαρξης και οργάνωσης και όχι τα επιμέρους ζητήματα που αφορούν τις μεθόδους, τις τεχνικές, τις τακτικές, τα μέσα και τα εργαλεία, τα οποία βεβαίως προκύπτουν ή προσδιορίζονται από αυτή, όπως για παράδειγμα η οργάνωση και η λειτουργία της οικονομικής δραστηριότητας, της πολιτικής, του κράτους, κ.α. Συνεπώς, θα μπορούμε να προσδιορίσουμε τα συστατικά στοιχεία μιας τέτοιας μετα-ιδεολογίας από τη μια μέσω των κοινών θεμελιωδών αξιών πάνω στις οποίες πρέπει να στηριχθούμε για να χτίσουμε την κοινωνία που επιθυμούμε και από την άλλη, των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του μοντέλου παραγωγής, κατανάλωσης, αφού αυτά είναι καθοριστικοί παράγοντες του κοινωνικού συστήματος και της ζωής μας.
Σε ό,τι αφορά τις θεμελιώδεις κοινές μας κοινωνικές αξίες , δεν μπορεί παρά να είναι η ελευθερία, η ακεραιότητα, η δικαιοσύνη, η φρόνηση, ο σεβασμός στον άνθρωπο, τη φύση και η αλληλεγγύη. Εδώ, αυτό που είναι απαραίτητο να τονισθεί, είναι ότι οι αξίες αυτές έχουν υιοθετηθεί και συχνά αποτελούν μέρος των ιδεολογικών πλαισίων όλων των κομμάτων και των πολιτικών. Όμως, αυτό δεν σημαίνει κάτι ουσιαστικό, πρώτον, διότι ο καθένας τις ερμηνεύει με βάση τις δικές της ιδεοληψίες και τα δικά του συμφέροντα και δεύτερον, διότι αυτές μένουν στα κηρύγματα και δεν γίνονται πράξη. Συνεπώς, ως πολίτες οφείλουμε να συμφωνήσουμε στο συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτών των αξιών, να τις κάνουμε πράξη, πρώτα εμείς και δεύτερο ν’ απαιτούμε να τις κάνουν πράξη και οι άλλοι, κυρίως οι πολιτικοί που επιλέγουμε και εκλέγουμε να μας εκπροσωπούν.
Πέραν όμως αυτών των αξιών, αν θέλουμε να χτίσουμε τον κόσμο και τη κοινωνία που περιγράφηκε, θεωρούμε ότι χρειάζεται μια άλλη αντίληψη και ένα νέο ιδεολογικό πλαίσιο σε ό,τι αφορά το μοντέλο κατανάλωσης και το μοντέλο παραγωγής που αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία του πολιτισμού μας και καθορίζουν τις πτυχές της ζωής, ως άτομα και κοινωνία.
Η λογική και η δυναμική του καπιταλιστικού συστήματος συνίστανται στο κέρδος, στην εμπορευματοποίηση των πάντων και στη συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση, με αποτέλεσμα η οικονομία να κυριαρχεί πάνω στην κοινωνία και στον πολιτισμό. Με βάση αυτό, η αναζήτηση ενός νέου συστήματος, με βάση τις θεμελιώδεις αξίες που παρουσιάσθηκαν, την έννοια της «καλής ζωής» για τους ανθρώπους, την αειφόρο ανάπτυξη και τη σωτηρία του πλανήτη, δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει με την αναγκαιότητα της κυριαρχίας της κοινωνίας πάνω στην οικονομία. Αυτό απαιτεί, πρώτα απ’ όλα, τον μετασχηματισμό του μοντέλου κατανάλωσης. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ξεφύγουμε από τη λογική του καπιταλιστικού συστήματος που μας οδηγεί στο να ικανοποιούμε «τις λάθος ανάγκες με λάθος τρόπους».
Η κατανάλωση των υλικών αγαθών πρέπει να επανασυνδεθεί με την ουσιαστική ικανοποίηση των πραγματικών ανθρώπινων αναγκών, χωρίς τα στοιχεία της πολυτέλειας και την ψευδαίσθηση της ικανοποίησης των εγωιστικών αναγκών, της επίδειξης, της σύγκρισης και της αποδοχής από τους άλλους. Η μετατροπή του υφιστάμενου μοντέλου της περιττής και σπάταλης κατανάλωσης στο μοντέλο της απαραίτητης για τις πραγματικές μας ανάγκες κατανάλωσης θα μειώσει τις εγωιστικές στάσεις, τις ανταγωνιστικές διαθέσεις και τα άγχη. Ταυτόχρονα, θα απελευθερώσει ενέργεια και χρόνο για την ικανοποίηση των ανωτέρων αναγκών μας, μέσα από πιο ανθρώπινες πνευματικές, κοινωνικές και ψυχολογικές δραστηριότητες, με την αναζήτηση άϋλων αγαθών που δεν παράγονται παρά μόνο από εμάς τους ίδιους και που δεν εμπορευματοποιούνται με πώληση και αγορά μέσω του χρήματος.
Μπορούμε και πρέπει, λοιπόν, να δημιουργήσουμε μια «οικονομία» πνευματικών και ψυχικών αγαθών που θα απαντά στις ανώτερες ανθρώπινες ανάγκες, όπως οι ανθρώπινες σχέσεις, τα θετικά συναισθήματα, η αλληλεγγύη, η καλλιέργεια, η ολοκλήρωση και η αυτοπραγμάτωση.
Η δεύτερη περιοχή αναζήτησης ενός εναλλακτικού μοντέλου κατανάλωσης αφορά την υγιεινή και την οικολογία. Είναι καιρός να ξανασκεφτούμε σοβαρά το ρητό του Ιπποκράτη: «ηγεμονικότερον απάντων φύσις». Είναι αυτονόητο ότι η κατανάλωση δεν μπορεί να εξυπηρετεί το κέρδος σε βάρος της υγείας των ανθρώπων, ούτε να στηρίζεται στην καταστροφή του περιβάλλοντος και στη στέρηση της φύσης, του νερού, του αέρα και της γης για τις επόμενες γενιές. Όπως άλλωστε υποστηρίζει η γνωστή ρήση, «δεν κληρονομήσαμε τη γη από τους γονείς μας, αλλά τη δανειστήκαμε από τα παιδιά μας».
Ο μετασχηματισμός του μοντέλου κατανάλωσης προς αυτές τις κατευθύνσεις είναι, βεβαίως, ζήτημα πολιτικής, αλλά, ταυτόχρονα, αποτελεί ζήτημα ατομικής και συλλογικής συνείδησης και ευθύνης. Ασφαλώς, οι αλλαγές στο μοντέλο κατανάλωσης θα επιφέρουν αλλαγές και στο μοντέλο παραγωγής. Καταρχήν, το πέρασμα από την περιττή στην απαραίτητη κατανάλωση μπορεί, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές εξελίξεις, να μειώσει αρκετά τον χρόνο της εξαρτημένης εργασίας.
Εκτός όμως αυτών, το όραμα και οι αξίες για έναν καλύτερο κόσμο, που αναφέρονται στις προηγούμενες σελίδες, απαιτούν ριζικές αλλαγές στο μοντέλο παραγωγής και οργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Ασφαλώς, η ατομική πρωτοβουλία και η υγιής επιχειρηματικότητα αποτελούν τις βάσεις για τη δημιουργικότητα, την καινοτομία, την οικονομική και την κοινωνική πρόοδο και ευημερία. Οι οικονομίες κλίμακας, οι συνέργειες και η αποτελεσματικότητα απαιτούν την οργάνωση των οικονομικών δραστηριοτήτων μέσω του θεσμού της επιχείρησης. Η αγορά, ως μηχανισμός ανταλλαγής αγαθών, θα μπορούσε να εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα και τις αξίες που προτείνουμε σε αρκετές περιπτώσεις, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Αυτό, όμως, προϋποθέτει ριζικές αλλαγές στις δομές, στα συστήματα, στις λειτουργίες και στην κουλτούρα που σήμερα κυριαρχούν.
Πρώτον, η επιχείρηση πρέπει και μπορεί να μετασχηματιστεί από θεσμό απόκτησης κέρδους σε θεσμό δημιουργίας αξίας για όλες τις ομάδες ενδιαφερομένων (μετόχους, πελάτες, εργαζόμενους, προμηθευτές κ.λπ.), αλλά και για την κοινωνία, όπως υποστήριξαν ο διεθνούς φήμης καθηγητής του Μάνατζμεντ S. Ghoshal και πολλοί άλλοι. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επανεξεταστούν από την αρχή τα μοντέλα οργάνωσης και διοίκησης των επιχειρήσεων, καθώς και οι σχέσεις τους με την κοινωνία, ο κοινωνικός έλεγχος και η ουσιαστική κοινωνική εταιρική ευθύνη. Για παράδειγμα, ο Adam Smith εκτιμούσε ότι μια άχαρη και επικίνδυνη εργασία θα έπρεπε να είναι καλοπληρωμένη, ο Γάλλος ουτοπιστής Charles Fourier (Σαρλ Φουριέ) ότι οι αμοιβές θα έπρεπε να είναι αντιστρόφως ανάλογες με το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η εργασία και ο σύγχρονος Αμερικανός γκουρού του Μάνατζμεντ P. Drucker ότι η διαφορά μεταξύ του χαμηλότερου και του υψηλότερου μισθού στις επιχειρήσεις δεν πρέπει να ξεπερνά τις 20 φορές.
Δεύτερον, οι ευκαιρίες της ατομικής πρωτοβουλίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας πρέπει να είναι ίσες για όλους και ανάλογες, βεβαίως, με τις ικανότητές τους. Μπορούμε να ανακαλύψουμε νέους θεσμούς και νέους μηχανισμούς για την υποστήριξη των εν δυνάμει επιχειρηματιών, για τον έλεγχο των μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών δομών και για την αντιμετώπιση της κερδοσκοπικής συμπεριφοράς και της υπέρμετρης συγκέντρωσης πλούτου.
Ταυτόχρονα με τις αλλαγές στον θεσμό της επιχείρησης, πιστεύουμε ότι χρειάζεται να ξανασκεφτούμε από την αρχή το ζήτημα της τεχνολογίας, των επιστημών και της έρευνας. Είναι αυτονόητο ότι η τεχνολογία πρέπει να αναπτυχθεί στηριζόμενη στις αξίες και εστιάζοντας στις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες, και όχι να υποτάσσει τον άνθρωπο και να οδηγεί στην καταστροφή του περιβάλλοντος, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις. Αυτό απαιτεί, από τη μία, τον επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων της τεχνολογικής έρευνας, την ανάπτυξη και τη χρήση της τεχνολογίας με βάση το όραμα, τις αξίες και το εναλλακτικό μοντέλο κατανάλωσης που προαναφέρθηκε. Από την άλλη, για τις κλασσικές κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες απαιτείται η αναβάθμισή τους σε όλες τις βαθμίδες του εκπαιδευτικού συστήματος, η ουσιαστική ενίσχυση της έρευνας και η εκτεταμένη αξιοποίηση της διεπιστημονικότητας.
Ο μηχανισμός της αγοράς ως τρόπος οργάνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα που συνδέονται με την ελευθερία των επιλογών, την αρχή «ίσες ευκαιρίες, δίκαιες συνεισφορές, και ανταμοιβές», τα κίνητρα για δημιουργικότητας και καινοτομία και την αποτελεσματικότητα. Η εμπειρία, όμως, έχει δείξει, ότι, χωρίς ένα στιβαρό αξιακό σύστημα, χωρίς μια παγκόσμια επιχειρηματική ηθική και, κυρίως, χωρίς αποτελεσματικούς μηχανισμούς διαφάνειας και ελέγχου σε εθνικό, διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο, ο μηχανισμός της αγοράς δεν μπορεί να λειτουργήσει με κοινωνική, αλλά ούτε και με οικονομική, αποτελεσματικότητα. Δεν μπορεί να εξασφαλίζει τις «δίκαιες και έντιμες συναλλαγές» των αγαθών και την αρχή «ίσες ευκαιρίες, δίκαιες συνεισφορές, και ανταμοιβές». Οδηγεί σε «πυραμίδες», σε παγκόσμιες «φούσκες», σε επικίνδυνη συγκέντρωση του πλούτου, σε σκάνδαλα, σε κερδοσκοπία, σε σπατάλη πόρων και σε ανέντιμες συμπεριφορές.
Ένα τεράστιο ζήτημα εδώ αφορά την κυριαρχία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου πάνω στην πραγματική οικονομία και τις τεράστιες αρνητικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτή τη δυναμική. Είναι απαραίτητο να εξετάσουμε από την αρχή τον λόγο ύπαρξης, την αποστολή, τους τρόπους λειτουργίας και ελέγχου των χρηματαγορών, με κριτήρια, όχι μόνο το όραμα και τις αξίες που προτάθηκαν στις προηγούμενες σελίδες, αλλά και την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα του υφιστάμενου καπιταλιστικού συστήματος. Για παράδειγμα, πόσο οικονομικά και κοινωνικά αποτελεσματικές είναι οι χρηματαγορές όταν πιέζουν τις επιχειρήσεις για βραχυπρόθεσμα κέρδη σε βάρος της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης; Σε ποιον βαθμό οι χρηματαγορές αποτελούν εργαλείο υποστήριξης και διευκόλυνσης της ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας, της υγιούς επιχειρηματικότητας, της καινοτομίας, της δίκαιης κατανομής των εισοδημάτων και σε ποιον βαθμό αποτελούν κερδοσκοπικό παίγνιο και τζόγο; Σε ποιον βαθμό οι χρηματαγορές ευθύνονται για τη συγκέντρωση του πλούτου και της πολιτικής ισχύος και επιρροής σε λίγους; Σε ποιον βαθμό το σημερινό χρηματοπιστωτικό σύστημα εξασφαλίζει τις ίσες ευκαιρίες για όλους, ανάλογα με τις δυνατότητές τους για επιχειρηματικότητα, δημιουργία και καινοτομία;
Είναι προφανές ότι, αν απαντήσουμε ειλικρινά και έντιμα σε αυτά τα ερωτήματα, θα κατανοήσουμε την αναγκαιότητα του ριζικού μετασχηματισμού των χρηματαγορών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνολικά, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Μια τρίτη κατηγορία ζητημάτων, σε σχέση με το νέο οικονομικό μοντέλο, αφορά την κατανομή του πλούτου που προκύπτει μέσω της οικονομικής δραστηριότητας. Πώς θα εξασφαλίσουμε την καλύτερη σχέση μεταξύ αποταμίευσης και κατανάλωσης που είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη; Σε ποιους τομείς και με ποιους τρόπους μπορούμε να κατευθύνουμε τις επενδύσεις, με βάση τις κοινωνικές ανάγκες; Με ποιους τρόπους θα επιτύχουμε την άριστη κατανομή των πόρων μεταξύ του κοινωνικού και του ιδιωτικού τομέα, των δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών; Πώς θα εξασφαλίζουμε την αειφόρο και διατηρήσιμη ανάπτυξη, χωρίς να καταστρέφουμε τον πλανήτη; Μέσα από ποιες διαδικασίες διαπραγμάτευσης και συναίνεσης, μέσα από ποιες πολιτικές, μηχανισμούς και εργαλεία μπορούμε να προσεγγίσουμε τη δίκαιη διανομή της αμοιβής μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου ανάλογα με τις συνεισφορές; Μέσα από ποιες λογικές και δομές και ποιους αποτελεσματικούς μηχανισμούς θα αντιμετωπίσουμε την ανεργία, τη φτώχεια, τη φθίνουσα κοινωνική πρόνοια και αλληλεγγύη;
Όλα αυτά τα ερωτήματα είναι δύσκολο να απαντηθούν. Η απάντησή τους, όμως, αποτελεί αναγκαία συνθήκη, αν θέλουμε να προσεγγίσουμε το όνειρο για έναν καλύτερο κόσμο με το όραμα και τις αξίες που περιέγραψα στις προηγούμενες σελίδες. Πιστεύουμε ότι, αν συνειδητοποιήσουμε αυτή την αναγκαιότητα, αν έχουμε τη βούληση και αξιοποιήσουμε τη συσσωρεμένη εμπειρία και γνώση, καθώς και τις προτάσεις που έχουν αναπτυχθεί από πολλούς διανοούμενους παγκοσμίως, μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα και σε μια σειρά άλλων που δεν τέθηκαν, ώστε να πορευτούμε προς έναν καλύτερο κόσμο και σε μια καλύτερη ζωή για όλους τους ανθρώπους.