To σύγχρονο έθνος που γεννήθηκε μέσα από τους αγώνες των λαών εναντίον της τυραννίας τον 18ο και 19ο αιώνα, αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι και σήμερα το ιστορικό λίκνο των κοινωνικών τάξεων. Δεν μπορούν να υπάρξουν τάξεις χωρίς τόπο, χωρίς έθνος, χωρίς πατρίδα. Γι' αυτό και οι μετανάστες δεν έχουν ταξικό προσδιορισμό, είναι ξεριζωμένοι πληθυσμοί που μετακινούνται με τους δουλικούς όρους που επιβάλουν οι αγορές και το κεφάλαιο. Είναι δουλοπάροικοι του κεφαλαίου κι όχι εργάτες.
Οι εργάτες συγκροτούν τάξη μόνο και εφόσον διεκδικούν την πανεθνική ενότητά τους μέσα από τον αγώνα τους για κοινωνικά δικαιώματα και δημοκρατία, διεκδικώντας δηλαδή την πολιτική ηγεμονία στο ήδη συγκροτημένο έθνος τους, το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο αν ασκεί κυριαρχία σ' έναν συγκεκριμένο τόπο όπου έχει καταγραφεί η ιστορική διαδρομή των αγώνων ενός λαού για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεσή του. Διαφορετικά δεν γίνεται.
Να γιατί ο ιμπεριαλισμός, δηλαδή ο αγώνας για την παγκόσμια κυριαρχία, που σηματοδοτεί την εξόρμηση του κεφαλαίου για αποικίες, προσαρτήσεις και επενδυτικές ευκαιρίες παγκόσμια, δεν μπορεί να ανεχθεί το έθνος ως υλική δύναμη. Δηλαδή ως κυρίαρχο έθνος που συγκροτείται και διεκδικεί το δικαίωμα στην αυθυπαρξία του, στην αυτονομία του, στην αυτοδιάθεσή του σ' έναν συγκεκριμένο τόπο. Κι αυτό γιατί χωρίς συγκροτημένα έθνη δεν υπάρχουν, ούτε μπορούν να υπάρξουν λαοί και τάξεις που μάχονται συγκροτημένα και οργανωμένα την εξουσία του κεφαλαίου σε κάθε τόπο, αλλά και διεθνώς.
Να γιατί για τους εκπροσώπους του παγκόσμιου κεφαλαίου το έθνος δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια φαντασίωση, ένα είδος φολκλορικής ανάμνησης του δουλοπάροικου που χωρίς πατρίδα, χωρίς ρίζες, χωρίς δικαιώματα και χωρίς ούτε καν τη δυνατότητα να διεκδικήσει τα πιο αυτονόητα, μετακινείται από τόπο σε τόπο, από χώρα σε χώρα σε αναζήτηση του επιούσιου. Ένα αμάλγαμα σύγχρονων νομάδων που έχουν χάσει τις ρίζες τους στη σύγχρονη ιστορία και αναζητούν την ταυτότητά τους απλά στην ανάμνηση της γλώσσας – που έχει χάσει την ζωντάνια και τη δυναμική που προσδίδει η ζωή ενός κυρίαρχου έθνους – στην θρησκεία και στην προγονολατρία, όπως παλιά έκαναν οι φυλές. Στους μετανάστες το έθνος έχει χάσει το υλικό του περιεχόμενο κι έχει υποβαθμιστεί σε προγονική καταγωγή, ενώ η πατρίδα έχει καταντήσει ανάμνηση.
Μ’ αυτή την έννοια μπορεί ο μετανάστης να είναι ο ιδανικός άνθρωπος του φυσικού δικαίου όπως τον ονειρευόταν ο διαφωτισμός των μεγάλων αστών διανοητών του 17ου και 18ου αιώνα με μόνο προσόν την ελευθερία του ατόμου στην πιο ακραία κατάληξή της, αλλά έχει χάσει κάθε αληθινά ανθρώπινο περιεχόμενο. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος δεν είναι μια αφηρημένη έννοια που προσδιορίζεται από το δίκαιο της φύσης, αλλά διαθέτει συγκεκριμένη ιστορική ταυτότητα. Μια ταυτότητα που τον κάνει ξεχωριστό και δίνει μια τεράστια ποικιλία στον τρόπο πραγμάτωσης του κοινωνικού ανθρώπου από την εποχή που απελευθερώθηκε οριστικά από τα ζωώδη ένστικτα και την νομαδική ζωή με την μόνιμη εγκατάστασή του σε έναν τόπο. Δίχως την μόνιμη εγκατάσταση δεν θα υπήρχε ιστορία για τον άνθρωπο, ούτε για την κοινωνία. Κι επομένως απάτριδες άνθρωποι δεν μπορούν να υπάρξουν, παρά μόνο επιστρέφοντας στην κατάσταση των νομάδων που σήμερα είναι δούλοι του πλούτου.
Σήμερα μάλιστα το παγκόσμιο κεφάλαιο κατόρθωσε μέσα από τις αγορές και τους υπερεθνικούς σχηματισμούς να διεθνοποιήσει την παλιά μεγαλοκρατική πολιτική του ιμπεριαλισμού, δηλαδή του παγκόσμιου επεκτατισμού. Σήμερα ζούμε έναν ιμπεριαλισμό που δεν εκπορεύεται απλά από κάποια μεγάλα κράτη εναντίον όλων των άλλων, αλλά έναν παγκόσμιο επεκτατισμό όπου όλοι στρέφονται εναντίον όλων ακόμη και στο εσωτερικό των μεγάλων δυνάμεων, χωρίς όρια, κανόνες και σύνορα.
Σε μια εποχή λοιπόν όπου κυριαρχεί όσο ποτέ άλλοτε το δόγμα του Χομπς, bellum omnium contra omnes, ακόμη και τα συγκροτημένα κράτη με την παλιά Ναπολεόντια έννοια είναι πρόβλημα, εμπόδιο, ανάχωμα. Κι έτσι τα κράτη αποστεώνονται, αποκόβονται από τους λαούς και τα έθνη που την πολιτική τους συγκρότηση εξέφρασαν ιστορικά. Στη θέση του δημόσιου συμφέροντος – ακόμη και με την μορφή που υπήρχε στο παραδοσιακό αστικό κράτος όπου το δημόσιο συμφέρον δεν ήταν παρά η μετάλλαξη του ιδιαίτερου ταξικού συμφέροντος της κυρίαρχης τάξης σε γενικό συμφέρον του λαού και του έθνους – τίθεται το συμφέρον των διεθνών αγορών και του παγκόσμιου εποικοδομήματος που αντιστοιχεί σ’ αυτές.
Τα έθνη εξαϋλώνονται, οι λαοί ξεριζώνονται με την βία του πολέμου, ή της οικονομίας των αγορών και μετατρέπονται σε πληθυσμούς δουλοπάροικων. Μεγάλα τμήματα αυτών των πληθυσμών μετατρέπονται σε σύγχρονους νομάδες, σε σύγχρονους τροφοσυλλέκτες, όπως οι παλιοί προϊστορικοί πρόγονοι του ανθρώπου. Η μόνη διαφορά με τους δούλους που κατά εκατομμύρια μετακίνησε ο μερκαντιλισμός τον 18ο αιώνα για να πυροδοτήσει την βιομηχανική επανάσταση, είναι ότι σήμερα, οι σημερινοί δούλοι που έχουν ονομαστεί μετανάστες, μετακινούνται με ίδια έξοδα αλλά από τους ίδιους δρόμους του δουλεμπορίου.
Όποιος λοιπόν σήμερα δεν σηκώνει τη σημαία της πατρίδας ενάντια στις δυνάμεις του παγκόσμιου κεφαλαίου και των δομών παγκόσμιας διακυβέρνησης που το ίδιο και το πολιτικό του προσωπικό οικοδομεί, τότε όχι μόνο είναι ανίκανος να μιλήσει, ή να ασκήσει ταξική πολιτική υπέρ των καταπιεσμένων και της εργατικής τάξης, αλλά είναι όργανο, μαριονέτα, ακόμη κι αν δεν το έχει αντιληφθεί, του ταξικού εχθρού. Την μόνη ταξική αντίληψη που μπορεί να υπηρετήσει είναι εκείνη του παγκόσμιου κεφαλαίου, το μόνο σήμερα που δεν θέλει και δεν χρειάζεται σύνορα.