Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΩΝΙΑ (2-12-10)

Ομιλία του Πρωθυπουργού και Προέδρου του ΠΑΣΟΚ, Γιώργου Α. Παπανδρέου, στο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στη Βαρσοβία
Ημ. Δημοσίευσης : 02/12/2010 15:08 www.pasok.gr
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ, ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ
ΓΙΩΡΓΟΥ Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
ΜΕ ΘΕΜΑ:
«ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ»
Αγαπητοί φίλοι, αγαπητοί σύντροφοι, χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι εδώ, μαζί με τη σοσιαλδημοκρατική μας οικογένεια, σε αυτό το κρίσιμο Συνέδριο στη Βαρσοβία. Ένα Συνέδριο, που βρίσκει την Ευρώπη σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, στη στιγμή της αλήθειας για την Ευρώπη και για το κίνημά μας.
Σήμερα, πολλές χώρες της Ευρώπης δοκιμάζονται από μία βαθιά και συνεχιζόμενη ύφεση, ενώ οι πλέον ευάλωτοι συνάνθρωποί μας στην Ευρώπη πλήττονται από σκληρά μέτρα λιτότητας, υψηλή ανεργία, διευρυνόμενη κοινωνική ανισότητα, αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Το δε οικονομικό σύστημα αποδεικνύεται νευρικό, φοβισμένο, κερδοσκοπικό, αποφεύγει τον κίνδυνο και υπονομεύει την ευρωπαϊκή ενότητα και σταθερότητα.
Συνεπώς, οι αποφάσεις μας πρέπει να αρθούν στο ύψος αυτής της ιστορικής στιγμής.
Όμως, χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι στη Βαρσοβία και για έναν ακόμα λόγο: η Πολωνία είναι η πατρίδα του προπάππου μου, του Ζίγκμουντ Μινέικο.
Αφού φυλακίστηκε και εξορίστηκε εξαιτίας επαναστάσεων και πολέμων, εγκαταστάθηκε τελικά στη Βορειοδυτική Ελλάδα, όπου και παντρεύτηκε.
Ο Ζίγκμουντ συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους. Συνέβαλε στην ανασκαφική ανακάλυψη της αρχαίας πόλης της Δωδώνης και αποτέλεσε το μόνο Πολωνό ανταποκριτή, ο οποίος κάλυψε την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το 1896.
Έτσι, κάθε φορά που επισκέπτομαι την Πολωνία, νιώθω ότι επιστρέφω στις ρίζες μου.
Η ιστορία του προγόνου μου ταυτίζεται με την πορεία τόσων Ευρωπαίων, εν μέσω διαπάλης, αγώνων απελευθέρωσης από αυταρχικά καθεστώτα, πολέμων, εθνικού διχασμού, αλλά και ελπίδας για Δημοκρατία.
Το παρελθόν μας, το μοιραζόμαστε, παρ’ όλο που ήμασταν τότε διαιρεμένοι. Και το παρόν μας, το δημιουργούμε σήμερα μαζί, ενωμένοι.
Αυτή η μικρή ιστορία πρέπει να χρησιμεύσει ως υπενθύμιση των κρίσιμων αποφάσεων, τις οποίες οφείλουμε να λάβουμε, προκειμένου να διασφαλίσουμε την ενίσχυση των ευρωπαϊκών θεσμών προς όφελος των λαών μας.
Ως συμπατριώτης σας, λοιπόν, θέλω να ευχηθώ κάθε επιτυχία στον Γκρέγκορζ, τον ηγέτη του πολωνικού σοσιαλιστικού κόμματος. Καλή επιτυχία στο κίνημά σας.
Σας χρειαζόμαστε, καθώς το κίνημά μας καλείται να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις αυτής της ιστορικής στιγμής, χαράσσοντας μία ασφαλή πορεία, πέρα από αυτά τα ταραγμένα νερά, με όσο το δυνατόν περισσότερη σαφήνεια σε έναν ιδιαίτερα περίπλοκο κόσμο, σαφήνεια και ενότητα σκοπού, κοινές αξίες, κοινές ευθύνες και σαφείς στόχους.
Η πορεία αυτή πρέπει να συμβάλει στη δημιουργία δυνατοτήτων και ευκαιριών για τις κοινωνίες, τους πολίτες, τη νεολαία, τις γυναίκες και τους λαούς μας, ώστε να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις των καιρών.
Γνωρίζουμε ποιες είναι αυτές οι προκλήσεις, επειδή τις έχουμε ήδη βιώσει και επειδή αποτελούν απλώς προάγγελο μελλοντικών εξελίξεων: κλιματική αλλαγή, φυσικές καταστροφές, οικονομικές, διατροφικές και ενεργειακές κρίσεις, πυρηνικοί εξοπλισμοί, φτώχεια, αναλφαβητισμός και ανισότητες. Όλα αυτά τροφοδοτούν ένα κλίμα απάθειας ή αποχής, καθώς και μία βαθιά απογοήτευση για τους δημοκρατικούς μας θεσμούς.
Ακόμη χειρότερα, αυτά τα προβλήματα βρίσκουν διέξοδο στον εξτρεμισμό, τη μισαλλοδοξία, την ξενοφοβία και το θρησκευτικό φονταμενταλισμό, με κίνδυνο να διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός των χωρών μας.
Γνωρίζουμε ότι οι λύσεις αυτές δεν είναι οι ενδεδειγμένες στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Γνωρίζουμε ότι δεν αποτελούν καν λύσεις για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι αυτό το αίσθημα της απογοήτευσης, το καπηλεύεται η άκρα δεξιά, αλλά προσφάτως, ακόμα και η μετριοπαθής δεξιά στην Ευρώπη.
Είναι γεγονός ότι η πλειονότητα των προβλημάτων αυτών προκλήθηκε – και σίγουρα επιδεινώθηκε – από τις νεοφιλελεύθερες ή νεοσυντηρητικές πολιτικές, που κυριάρχησαν στον παγκόσμιο και ευρωπαϊκό στίβο τα τελευταία χρόνια. Χαλαρή οικονομική ρύθμιση, πολιτικές φορολόγησης που ευνοούν τους εύπορους και τους ισχυρούς, συγκέντρωση των μέσων ενημέρωσης στα χέρια λίγων, δυσανάλογοι μισθοί και μπόνους για χρηματοοικονομικούς επαγγελματίες, δυσβάσταχτα βάρη για τους φτωχούς. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέτειναν κατά διαφορετικό τρόπο στην οικονομική κρίση, με την οποία είμαστε όλοι αντιμέτωποι σήμερα στην Ευρώπη.
Ως σοσιαλδημοκράτες και προοδευτικοί, πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν. Ναι, δεν αγωνιστήκαμε αρκετά, ώστε να χαλιναγωγήσουμε τις υπερβάσεις των χρηματαγορών, είτε ως κυβερνώντες, είτε ως αντιπολίτευση, παρά τις έγκαιρες προειδοποιήσεις που είχαν διατυπώσει προοδευτικοί οικονομολόγοι.
Πλέον, γνωρίζουμε καλά, παρ’ όλο που αποτελούμε μειονότητα στην εκπροσώπηση των λαών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι δεν έγιναν αρκετά ώστε να αποτραπεί μία νέα παγκόσμια κρίση.
Και παρ’ όλο που η δεξιά, η συντηρητική παράταξη, φέρει σημαντικό μερίδιο της ευθύνης για την παρούσα αδιέξοδη κατάσταση, σήμερα, μας προκαλούν κιόλας.
«Είναι καιρός για λιτότητα», μας λένε. Τι εννοούν, όμως, με την έννοια «λιτότητα»; Εννοούν την περικοπή των συντάξεων, της πρόνοιας, των επιδομάτων ανεργίας, των δαπανών για την παιδεία – αυτοί οι τομείς είναι οι υπαίτιοι, που θα πληρώσουν.
Έτσι, σύμφωνα με την εκδοχή που μας εμφανίζουν, ευθυνόμαστε εμείς για την κρίση, επειδή δήθεν εκπροσωπούμε τα διογκωμένα κράτη πρόνοιας.
Μάλιστα, ενώ τα περισσότερα κράτη, ιδίως του αναπτυγμένου κόσμου, δεν έχουν ακόμα βγει από την παγκόσμια οικονομική κρίση, ξαφνικά, η κυρίαρχη λύση που προβάλλεται από την τάξη των «εκλεκτών», τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Αμερική, είναι ότι πρέπει να προβούμε σε περικοπές, όχι μόνο γενικά των δαπανών, αλλά και των κοινωνικών υπηρεσιών, του προσωπικού του δημοσίου τομέα, των μισθών και των συντάξεων. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας, του κόστους εκπαίδευσης ή πρόνοιας ή υγείας για τις οικογένειές μας, καθώς και μεγαλύτερες ανισότητες και καμία ανάπτυξη.
Επίσης, μας λένε τώρα, «κοιτάξτε την Ελλάδα. Αποτελεί απόδειξη όσων υποστηρίζουμε, διαθέτοντας ένα διογκωμένο σύστημα πρόνοιας, υπερβολικά πολλά επιδόματα, υψηλότατες συντάξεις και ιδιαίτερα σημαντικές δαπάνες στον τομέα της υγείας».
Ακούστε, όμως, την πραγματική εκδοχή της κατάστασης. Και βέβαια, πρέπει να περιστείλουμε τις σπατάλες και τις κυβερνητικές δαπάνες, όπου αυτό είναι αναγκαίο. Και επίσης, όπου τα δημόσια κονδύλια κατανέμονται εσφαλμένα, καθώς και οπουδήποτε και οποτεδήποτε δεν αξιοποιούνται για το κοινό συμφέρον.
Πρόκειται για χρήματα που ανήκουν στο λαό μας, στους φορολογούμενούς μας, και οφείλουμε να τα σεβαστούμε.
Ποια παράταξη, ωστόσο, το έπραξε αυτό – η δεξιά ή η αριστερά; Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως και σε πολλές άλλες συντηρητικές κυβερνήσεις – δείτε το παράδειγμα του Τζορτζ Μπους του νεότερου – ήταν η δεξιά, και όχι η αριστερά, υπεύθυνη για τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, το οποίο κατανεμήθηκε για να εξυπηρετήσει τους λίγους, όχι τους πολλούς, για να εξυπηρετήσει τα μεγάλα συμφέροντα, όχι τους πολίτες μας, για να εξυπηρετήσει όσους ήταν ήδη ισχυροί ή πλούσιοι, εις βάρος των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων μας.
Αυτό ακριβώς συνέβη στην Ελλάδα. Δεν δαπανούσαμε υπερβολικά πολλά χρήματα για τους φτωχούς, αλλά αποδειχτήκαμε ιδιαίτερα επιεικείς απέναντι στα συμφέροντα, παρέχοντας φορολογικές ευκαιρίες στους πλούσιους, ή πελατειακές πολιτικές στους φίλους, με έλλειψη μέριμνας για τα Νοσοκομεία μας, καθιστώντας δυνατή τη διπλάσια και τριπλάσια χρέωση των Ταμείων από τις φαρμακευτικές εταιρίες, ως προς το κόστος των φαρμάκων. Τα χρήματα δαπανούνταν για τους λίγους και καθόλου για τους πολλούς ή για το δημόσιο συμφέρον.
Αυτή ήταν η Ελλάδα του 2009. Αυτό επιχειρούμε να αλλάξουμε. Και έχουμε παραλάβει ένα έλλειμμα της τάξης του 15,4%.
Αυτός είναι και ο λόγος, όμως, για τον οποίο η περίπτωση της Ελλάδας διαφέρει από την Πορτογαλία ή την Ισπανία. Η σοσιαλιστική Πορτογαλία και η σοσιαλιστική Ισπανία δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να κατηγορηθούν για ανεύθυνη διακυβέρνηση ή κακές δημοσιονομικές πολιτικές και δεν δίνουν λαβές για παρόμοια καχυποψία, φήμες και μεταχείριση.
Μολονότι η Ελλάδα αποτέλεσε επίσης θύμα ιδιαίτερα νευρικών αγορών, ήταν υπεύθυνη για ορισμένες, ιδιαίτερα εσφαλμένες πρακτικές του παρελθόντος. Τις αποκαλώ «πελατειακό καπιταλισμό».
Θα μπορούσε, επίσης, να γίνει λόγος για πελατειακές κρατικές πολιτικές και πρακτικές, επειδή θεωρώ ότι, συχνά, ως σοσιαλιστές, κάνουμε ένα λάθος. Δεν πρόκειται περί μίας αντιπαράθεσης μεταξύ του κράτους και της αγοράς. Πρόκειται για ένα κράτος, το οποίο υπηρετεί το λαό του, έναντι ενός παγιδευμένου κράτους, το οποίο υπηρετεί μία ισχυρή και παγιωμένη ελίτ. Πρόκειται για μία αγορά, η οποία υπηρετεί τα κέρδη των ισχυρών έναντι μίας αγοράς, η οποία υπηρετεί τις ανάγκες της αειφόρου ανάπτυξης και της απασχόλησης για τους πολίτες μας, προστατεύοντας ταυτόχρονα τους καταναλωτές.
Γι’ αυτό και δεν πρόκειται για καθαρά οικονομικό ζήτημα, αλλά πρωτίστως για ζήτημα πολιτικής ή, καλύτερα, κατά βάθος, για ζήτημα Δημοκρατίας.
Ποιους υπηρετούν οι θεσμοί μας, είτε εθνικοί, είτε ευρωπαϊκοί, είτε κράτη, είτε οικονομικοί παράγοντες, είτε αγορές, είτε Κοινοβούλια, είτε μέσα επικοινωνίας; Υπηρετούν άραγε το λαό, ή είναι δέσμιοι ειδικών συμφερόντων;
Πώς κατανέμονται οι πόροι μας, είτε τα δημόσια κεφάλαια, είτε ο πλούτος του φυσικού περιβάλλοντος, το ανθρώπινο δυναμικό και οι πόροι, ή τα δίκτυα επικοινωνίας και ενέργειας; Άραγε, η κατανομή και διαχείρισή τους γίνεται προς το συμφέρον του πολίτη, του λαού, του κοινού συμφέροντος; Ή μήπως κατανέμονται σε ειδικά συμφέροντα;
Αυτό είναι το ζητούμενο και, παράλληλα, η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε ως σοσιαλδημοκράτες: να αποκαταστήσουμε την ορθή και δημοκρατική διακυβέρνηση, επεκτείνοντάς την περαιτέρω στους περιφερειακούς, ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους θεσμούς.
Ορθή και δημοκρατική διακυβέρνηση. Πιστεύω ότι, στο έλλειμμά της, αποδίδεται μέρος της σημερινής κατάστασης των οικονομιών μας. Αν είχαμε αποδειχθεί θαρραλέοι – ή επιτρέψτε μου τον όρο, «υπεύθυνοι» – να προβούμε στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, μόλις ξέσπασε η οικονομική κρίση, η παγκόσμια οικονομία δεν θα βρισκόταν στην τραγική σημερινή κατάσταση.
Από το 2008, έχουμε κάνει λόγο για την επείγουσα ανάγκη δημιουργίας ενός περισσότερο δημοκρατικού, διαφανούς συστήματος λογοδοσίας, μίας παγκόσμιας διακυβέρνησης, και όχι μόνο στο πλαίσιο του κινήματός μας. Τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης και οι πολυμερείς οργανώσεις έχουν επίσης συζητήσει εκτενώς το ζήτημα αυτό.
Παρ’ όλα αυτά, δύο χρόνια αργότερα, ελάχιστα έχουν πραγματικά αλλάξει στον τομέα αυτό. Η πρώτη ύφεση του 21ου αιώνα δεν έχει ακόμα τελειώσει. Και εδώ, στην Ευρώπη, η οικονομική κρίση του ιδιωτικού τομέα έχει μεταβληθεί σε δημοσιονομική κρίση του δημόσιου τομέα.
Πριν από δύο χρόνια, όταν οι παγκόσμιες χρηματαγορές πάγωσαν, οι κυβερνήσεις έσπευσαν να διοχετεύσουν τρισεκατομμύρια δολάρια, προκειμένου να τις στηρίξουν και να αποτρέψουν μία πλήρη κατάρρευσή τους.
Σήμερα, δύο χρόνια αργότερα, χωρίς καμία οικονομική ανάπτυξη και με τα κρατικά φορολογικά έσοδα να είναι πενιχρά, οι ίδιες ακριβώς χρηματαγορές ρίχνουν το φταίξιμο στις κυβερνήσεις.
Τι έχει αλλάξει; Το μόνο που έχει αλλάξει είναι η ρητορική της δεξιάς. Τότε, επιθυμούσε να πληρώσει ο φορολογούμενος για τις Τράπεζες. Στην προκειμένη περίπτωση, επιθυμεί να πληρώσει ο φορολογούμενος για το δημόσιο χρέος, μέσω περικοπών στα επιδόματα που λαμβάνει.
Έτσι, η δεξιά μάς προκαλεί. Προβάλλει τη λιτότητα, ως τη μόνη λύση. Θα σας έλεγα ότι οι σοσιαλδημοκράτες μπορούν να αρνηθούν, προβάλλοντας ως λύση την ευθύνη. Ενώ αυτοί κάνουν λόγο για οικονομική λιτότητα, εμείς υποστηρίζουμε τη δημοκρατική ευθύνη.
Τι συνεπάγεται, όμως, η δημοκρατική ευθύνη; Πράγματι, πρέπει να χαλιναγωγήσουμε τα υπερβολικά ελλείμματα και να ελέγξουμε το υψηλότατο δημόσιο χρέος. Ωστόσο, δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε ισχυρότερες, ασφαλέστερες και υγιέστερες οικονομίες για τους πολίτες μας, απλώς εφαρμόζοντας μαζικές περικοπές στις κρατικές δαπάνες και στις υπηρεσίες κοινωνικής ασφάλισης.
Πριν από 70 χρόνια, ο Κέινς έθαψε το αντιδραστικό δόγμα, που συνιστούσε περικοπές στα δημόσια οικονομικά, σε περίπτωση αποτυχίας του ιδιωτικού τομέα. Απέδειξε οριστικά ότι η οικονομία μπορεί να παραμείνει εγκλωβισμένη σε τέλμα για χρόνια, χωρίς σημαντική κρατική χρηματοδότηση.
Τη φιλοσοφία του Κέινς, την εφάρμοσαν ακόμα και συντηρητικές κυβερνήσεις, προκειμένου να αμβλυνθούν οι αρνητικές συνέπειες της πρόσφατης παγκόσμιας ύφεσης.
Η ευθύνη συνεπάγεται την τάξη στα δημοσιονομικά των χωρών, αλλά και τη διασφάλιση ότι η οικονομία βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης.
Δεν πρόκειται για ζήτημα αντιπαράθεσης αυτών των δύο παραμέτρων, αλλά περισσότερο για ζήτημα μέτρου, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες – παν μέτρον άριστον.
Για παράδειγμα, μόλις πριν από ένα χρόνο, οι αγορές μάς ζητούσαν επιτακτικά να περιορίσουμε το έλλειμμα στην Ελλάδα. Το πράξαμε και, μάλιστα, κατά 6% – δηλαδή, περισσότερο από τον αρχικό μας στόχο.
Τώρα, μας ρωτούν, «τι γίνεται με την ανάπτυξη;». Η απάντηση, πιστεύω, βρίσκεται στην Ευρώπη, βεβαίως, μία προοδευτική, σοσιαλιστική και δημοκρατική Ευρώπη.
Εμείς, οι σοσιαλιστές, έχουμε απαντήσεις στα ζητήματα αυτά, αλλά θα επανέλθω στη συνέχεια.
Μία δεύτερη ευθύνη είναι να βεβαιωθούμε ότι, οι πολιτικές που αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν τη μελλοντική μας οικονομία και βιωσιμότητα, δεν αδικούν ή ζημιώνουν τους αδύναμους και φτωχότερους συμπολίτες μας.
Αυτή είναι η σοσιαλιστική μας παράδοση – η ισότητα. Και γνωρίζουμε σήμερα από μελέτες, ότι η ανισότητα, όχι μόνο φέρνει δυστυχία στους λαούς και τις κοινωνίες, αλλά και αποτελεί αυτοτελή αιτία της κακής διακυβέρνησης, της διαφθοράς, της αιχμαλώτισης των δημοκρατικών θεσμών, καθώς και της έλλειψης δημιουργικότητας και ασφάλειας.
Σε καιρούς κρίσης, χρειάζεται περισσότερο και όχι λιγότερο ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, καθώς και ένα κράτος πρόνοιας.
Εξυπακούεται ότι γίνεται λόγος για ένα αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας, το οποίο δεν βυθίζει τον άνθρωπο στην παθητικότητα, αλλά δημιουργεί κίνητρα και οικοδομεί δυνατότητες πλήρους συμμετοχής για όλους στην κοινωνική και οικονομική ζωή των χωρών μας.
Ως προς αυτό, εμείς, ως προοδευτικοί, δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε τον εσφαλμένο διαχωρισμό ισότητας και αποτελεσματικότητας, αποδεχόμενοι «εντολές οικονομικής ανάκαμψης», που συνεπάγονται μαζική ανεργία, αποτελμάτωση, μειώσεις μισθών και εγκατάλειψη της θεμελιώδους συμφωνίας μας με τους πολίτες, ως δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες τους.
Μία τρίτη ευθύνη εντοπίζεται στο περιβάλλον. Πρόκειται για τη μετατροπή των οικονομιών μας σε «πράσινες» και καθαρές οικονομίες. Μία οικονομία εναρμονισμένη με τη φύση, περισσότερο ανθρώπινη, ποιοτική, συμμετοχική, καινοτόμα και δημιουργική. Μία οικονομία, περισσότερο ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο, ταυτόχρονα όμως, περισσότερο τοπική, με βάση τον πολιτισμό, τις περιφέρειες, τη δια βίου μάθηση, τη δική μας ταυτότητα και τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα.
Πώς να συνδυάσουμε, όμως, αυτά τα τρία στοιχεία της δημοκρατικής ευθύνης, της ευθύνης προς το κράτος πρόνοιας, την ισότητα και το περιβάλλον, με την οικονομία μας; Θεωρώ ότι υπάρχει μία ευρωπαϊκή λύση. Η Ευρώπη σήμερα αντιμετωπίζει μία κρίση. Με ορισμένες εξαιρέσεις, αποδίδεται στη μικρή ανταγωνιστικότητα, το υψηλό χρέος, τη χαμηλή ανάπτυξη και την έλλειψη προσανατολισμού.
Οι πολιτικές μας πρέπει να χαραχθούν με γνώμονα την αντιμετώπιση των διπλών προκλήσεων, της ύφεσης και της κλιματικής αλλαγής ταυτόχρονα.
Από τη μία μεριά, πράγματι, χρειαζόμαστε μεγαλύτερη δημοσιονομική ευθύνη σε εθνικό επίπεδο, αλλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, χρειαζόμαστε ένα ευρωπαϊκό «New Deal», με οικολογική προοπτική, το οποίο θα εγγυηθεί μία διαρκή και σταθερή ανάπτυξη, με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Το Μνημόνιο Πράσινης Ανάπτυξης, που θα υιοθετηθεί εδώ, αναλύει επακριβώς τις δράσεις που πρέπει να αναληφθούν. Σηματοδοτεί την απαρχή για όλους μας, ενός νέου κύματος βιώσιμης οικονομικής πολιτικής.
Μας ρωτούν συνέχεια: πού θα βρείτε τα χρήματα; Ποιος θα πληρώσει για τις υπηρεσίες κοινωνικής ασφάλισης; Ποιος θα χρηματοδοτήσει τη μετάβαση σε ένα μοντέλο ανάπτυξης χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα;
Και πάλι, οι προτάσεις που διατυπώνουμε είναι υπεύθυνες. Έχουμε προτείνει την ιδέα της επιβολής φόρου στις ευρωπαϊκές οικονομικές συναλλαγές – και χαίρομαι ιδιαίτερα που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε την πρόταση αυτή, με ευρεία πλειοψηφία, τον περασμένο Οκτώβριο.
Η νίκη αυτή στηρίχτηκε στη σημαντική συνεισφορά του Πουλ Ρασμούσεν και του ΕΣΚ. Συγχαρητήρια Πουλ, καθώς και σε όλα τα μέλη του ΕΣΚ, για τις προσπάθειες που καταβάλατε, οι οποίες απέδωσαν καρπούς.
Τώρα, πρέπει όλοι μας να εργαστούμε ακόμα πιο σκληρά, για να διασφαλίσουμε ότι η επιβολή φόρου στις οικονομικές συναλλαγές θα καταστεί μία καθιερωμένη πρακτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ιδέα αυτή, θα μπορούσε επίσης να συνδυαστεί με την ιδέα των ευρωομολόγων, των πράσινων ομολόγων και, βεβαίως, της επιβολής φόρου στις εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα ή των αερίων του θερμοκηπίου.
Επιπλέον, πρέπει να θεσπίσουμε σύντομα μία σειρά αξιόπιστων ευρωπαϊκών και διεθνών ρυθμιστικών οργάνων και κανόνων, ώστε να διασφαλιστεί η ακρίβεια των πιστοληπτικών αξιολογήσεων, να απαγορευτούν οι ακάλυπτες ανοικτές πωλήσεις και τα τοξικά ομόλογα, ώστε να προστατευτούν οι μικροί επενδυτές και τα συνταξιοδοτικά Ταμεία από παρεμφερείς, κοινές περιπτώσεις κατάχρησης, εκ μέρους όσων διαθέτουν εσωτερική πληροφόρηση και διαδίδουν συκοφαντίες, ώστε να πλήξουν εταιρείες, αλλά και χώρες – και όλα αυτά, στο όνομα μιας αδίστακτης αγοράς δισεκατομμυρίων δολαρίων, εις βάρος όλων των υπολοίπων.
Στα μέτρα αυτά, πρέπει να περιληφθεί και ένα ρυθμιστικό πλαίσιο του οικονομικού τομέα, που ζητά από χώρες όπως η Ελλάδα, να πληρώσει τα χρέη της, ενώ ταυτόχρονα συνδράμει τους φόρο-αποφεύγοντες να αποσύρουν τα χρήματά τους από χώρες όπως η Ελλάδα, μέσω των Τραπεζών τους, αποστερώντας μας έσοδα, που είναι αναγκαία για την επιβίωσή μας. Και αυτό, με τη συνδρομή, πολύ συχνά, του χρηματοοικονομικού τομέα.
Συνεπώς, αν επιθυμούμε την πραγματική συνδρομή του ιδιωτικού τομέα, ας σταματήσουμε τις Τράπεζες και τον οικονομικό τομέα εν γένει, από το να συμβάλουν και να υποθάλπουν την φοροαποφυγή ανά την Ευρώπη. Υπογραμμίζεται ότι η φοροαποφυγή, σύμφωνα με εκτιμήσεις, στοιχίζει στην Ευρωπαϊκή Ένωση ένα τρισεκατομμύριο ευρώ ετησίως.
Όπως γνωρίζετε, στην Ελλάδα, ξεκινήσαμε μία άνευ προηγουμένου επίθεση στη φοροδιαφυγή. Αλλά για να γίνουμε αληθινά αποτελεσματικοί, πρέπει όλοι να συνεργαστούμε, κατά συντονισμένο τρόπο.
Στο τέλος, ευελπιστώ ότι και ο υπόλοιπος κόσμος θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Ευρώπης στα εν λόγω ζητήματα.
Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα παγκόσμιο «New Deal», επειδή μπορούμε – και το έχουμε αποδείξει, πολύ συχνά – να ασκήσουμε θετική επίδραση, όχι μόνο πέρα από τα εθνικά μας σύνορα, αλλά και από τα σύνορα της Ευρώπης.
Είχα πάντοτε την εντύπωση ότι η Ευρώπη μπορεί να πράξει περισσότερα και ότι υποτιμούμε τις δυνάμεις μας. Πιστεύω ότι δεν έχουμε την πολυτέλεια άλλων καθυστερήσεων και ότι, και σήμερα, υποτιμούμε τις δυνάμεις μας, με το να επιτρέπουμε στις οικονομικές αγορές να μας περικυκλώνουν απειλητικά διαρκώς.
Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα από την προσωπική μου εμπειρία. Οι ευρωσκεπτικιστές παραπονούνται πάντα, ότι η γραφειοκρατία της Ε.Ε. είναι αργή και αρτηριοσκληρωτική. Αυτό ισχύει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να αντιδράσει σαφώς αμεσότερα, όταν ξέσπασε για πρώτη φορά η κρίση του δημόσιου χρέους.
Αυτή τη στιγμή, όμως, έχει υλοποιηθεί ένας μηχανισμός σταθεροποίησης. Χρειάστηκαν τέσσερις μήνες, ώστε η Ευρώπη να καταλήξει σε ένα πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα. Απεναντίας, απαιτήθηκαν μόλις έξι ημέρες για να έρθουμε σε συμφωνία, σχετικά με τη συνδρομή της Ιρλανδίας.
Άραγε, αυτό είναι αρκετό; Εμείς, οι σοσιαλιστές, επιμένουμε πως όχι. Χρειαζόμαστε το ρυθμιστικό πλαίσιο και τα εργαλεία, για να είμαστε σε θέση να παρέμβουμε, όταν αυτό καθίσταται αναγκαίο, και να το πράξουμε κατά αποτελεσματικό τρόπο. Έχουμε ανάγκη από ένα πραγματικό Ευρωπαϊκό Ταμείο, ώστε να μπορούμε να παρεμβαίνουμε αποτελεσματικότερα στις χρηματαγορές.
Τόσο εδώ, όσο και στους κόλπους του ΕΣΚ και της ευρύτερης σοσιαλδημοκρατικής οικογένειας της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, αναλαμβάνουμε προληπτική δράση για την κατάρτιση υπεύθυνων προτάσεων, για τη δημιουργία νέων ρυθμιστικών μηχανισμών, οικονομικών εργαλείων και δομών διακυβέρνησης, ώστε να αποτραπεί μία ακόμα οικονομική κρίση. Τώρα, πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, στην κατεύθυνση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων αυτών.
Καθώς οι αγορές διακρίνονται, είτε για αποφυγή κινδύνου, είτε για κερδοσκοπία, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα Ταμείο της Ε.Ε., με σκοπό τη χρηματοδότηση των κοινών μας αναγκών, μέσω της διαδικασίας, λόγου χάρη, των ευρωομολόγων. Θεωρώ πως η ιδέα αυτή κερδίζει έδαφος, διότι είναι ισχυρή, απλή και, κυρίως, μπορεί να είναι δίκαιη, ισόνομη για τους πάντες, παρέχοντας κυρώσεις για όσους παρεκτρέπονται και οφέλη για όσους κυβερνούν με σύνεση.
Η πρωτοβουλία αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή εσόδων για την ανάπτυξη, την πράσινη ανάπτυξη και απασχόληση, για έργα υποδομών, από την τεχνολογία της πληροφορίας έως τις μεταφορές και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που συνδέουν την Δυτική Ευρώπη με την Κεντρική, Ανατολική και Νότια Ευρώπη, καθώς και για την καινοτομία, την εκπαίδευση και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Η ιδέα των ευρωομολόγων θα μπορούσε εύκολα να συνδεθεί με σημαντικές μεταρρυθμίσεις. Στην Ελλάδα, δεν χρησιμοποιούμε τους σχετικούς μηχανισμούς μόνο και μόνο για να αποπληρώσουμε τα χρέη μας. Χρησιμοποιούμε την κρίση ως ευκαιρία, για να υλοποιήσουμε εκτενέστατες δομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα αποτρέψουν την επανάληψη μίας παρόμοιας κρίσης, καθιστώντας ταυτόχρονα την κοινωνία μας πιο διαφανή και δίκαιη.
Η ίδια ακριβώς αρχή πρέπει να εφαρμοστεί και στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας. Η απλή διάσωση των Τραπεζών με τρισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς να αντιμετωπίζονται οι πρωταρχικές αιτίες της οικονομικής κρίσης, δεν έχει κανένα οικονομικό αντίκρισμα, αλλά ούτε και νόημα, από τη σκοπιά της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι απλοί πολίτες εξακολουθούν να πληρώνουν ένα υψηλότατο τίμημα για την ασωτία των τραπεζιτών. Αυτό δεν έχει κανένα νόημα στη Δημοκρατία.
Εμείς, στην Ελλάδα, γνωρίζουμε ότι έπρεπε να συμμαζέψουμε το χάλι μας. Συνήψαμε δάνεια, που μας έδωσαν τη δυνατότητα να προβούμε σε βαθιές αλλαγές, επειδή λογοδοτούμε στο λαό κι επειδή είμαστε δημοκρατικές κυβερνήσεις, με ευθύνη για το κοινό συμφέρον.
Ναι, αλλάζουμε με πολύ πόνο, ώστε να μην ξαναβρεθούμε αργότερα στην ίδια κατάσταση. Πράξαμε, όμως, το ίδιο και με τις Τράπεζες; Τους δώσαμε τρισεκατομμύρια, όχι δισεκατομμύρια. Άραγε, τους ζητήσαμε να κάνουν κάτι για να αλλάξουν; Αναδιοργανώσαμε την οικονομική διακυβέρνηση ανά τον κόσμο;
Η απάντηση είναι αρνητική. Καμία δημοκρατική λογοδοσία, κανένα πραγματικό ρυθμιστικό πλαίσιο. Μόνο θεωρητικές παρεμβάσεις και λόγια.
Ποιος ευθύνεται για όλα αυτά; Όχι τόσο οι Τράπεζες, όσο οι συντηρητικές πολιτικές. Και αυτές, πρέπει να τις αλλάξουμε.
Πριν κλείσω την παρέμβασή μου, επιτρέψτε μου ακόμα μία παρατήρηση, σχετικά με τις συντηρητικές πολιτικές. Με τις συντηρητικές πολιτικές, κινδυνεύει να διαλυθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικά στην παρούσα συγκυρία, όπου η ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αναγκαία, ως ισχυρός παράγοντας άμυνας, αλλά και ως δημοκρατικός παράγοντας παγκοσμίως.
Τώρα που πρέπει να προωθήσουμε μία δίκαιη παγκόσμια οικονομία, μία δημοκρατική παγκόσμια διακυβέρνηση, τους κανόνες Δικαίου και την προστασία των ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων. Τώρα που δεν πρέπει να χάσουμε την ανταγωνιστικότητά μας και να θέσουμε σε κίνδυνο τα συστήματα πρόνοιας, λόγω του χαμηλού εργατικού κόστους, της έλλειψης συλλογικής διαπραγμάτευσης, των ανύπαρκτων συστημάτων πρόνοιας και της, συχνά, κατάφωρης εκμετάλλευσης των συνανθρώπων μας, σε αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες οικονομίες.
Την ώρα που οι συντηρητικοί κάνουν λόγο για πολιτική λιτότητας, εμείς αντιτείνουμε την πολιτική ευθύνης.
Κάνουν επίσης λόγο για πολιτική φόβου και αποδιοπομπαίων τράγων. Διότι οι συντηρητικοί φοβούνται την αλλαγή και τις μεταρρυθμίσεις, που θα μπορούσαν να απειλήσουν τις υφιστάμενες δομές εξουσίας.
Συνεπώς, ασπάζονται την πολιτική του φόβου. Αυτή η πολιτική του φόβου έχει δημιουργήσει γόνιμο έδαφος για την εξάπλωση του ρατσισμού και του ακροδεξιού εξτρεμισμού στην Ευρώπη.
Δεν αναφέρομαι στα προφανή περιστατικά, με την εκδίωξη των Ρομά ή των Μουσουλμάνων ή των Αφρικανών ή των Αράβων. Η εφαρμογή της πολιτικής του φόβου και η αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων γίνεται μεταδοτική και υποσκάπτει τα θεμέλια της Δημοκρατίας μας, τη συνοχή μας, την κοινωνική μας ενότητα, αλλά και την αίσθηση της ένωσης στην Ευρώπη, ενώ μας απομονώνει και πάλι στις εθνικιστικές μας θέσεις.
Αν λοιπόν φοβόμαστε, αν αναπτύξουμε φόβο, το φόβο καθετί και καθενός διαφορετικού, διατρέχουμε όλοι το μεγάλο κίνδυνο να απολέσουμε την εμπιστοσύνη ανάμεσά μας.
Αν δεν μείνουμε ενωμένοι, πώς θα αντιμετωπίσουμε την ακόρεστη όρεξη των αγορών; Θα μας αρπάξουν έναν – έναν, τον ένα μετά τον άλλο.
Να σας δώσω και ένα παράδειγμα, πρόσφατο, όταν έτρεξα κι εγώ στο σύγχρονο Μαραθώνιο. Οι ιστορικοί συμφωνούν ότι αυτή η επική μάχη του Μαραθώνα κερδήθηκε, όχι λόγω του θάρρους ή της στρατιωτικής ανδρείας, παρ’ όλο που τα στοιχεία αυτά ενυπήρχαν, αλλά πρωτίστως, επειδή οι αρχαίοι Έλληνες, οι αρχαίοι Αθηναίοι, κατόρθωσαν να πολεμήσουν ένας για όλους και όλοι για έναν. Το πνεύμα αυτό μεταφέρθηκε στο σχηματισμό των Ελλήνων οπλιτών.
Γιατί, όμως, διαπνέονταν από την ιδέα αυτή, σε αντίθεση με τους αντιπάλους τους; Είναι απλό: επειδή είχαν Δημοκρατία, την αίσθηση ότι ήταν όλοι ίσοι και απολάμβαναν το σεβασμό και την εμπιστοσύνη, σαν να ήταν ένας.
Αυτό το δημοκρατικό πνεύμα, δεν πρέπει να το χάσουμε σήμερα στην Ευρώπη. Το λέω αυτό, επειδή διαπιστώνω ότι ο εθνικισμός και η αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, διολισθαίνουν προοδευτικά στο δημόσιο λόγο μας. Το λέω αυτό, επειδή, για παράδειγμα, ανήκω σε μία ομάδα κρατών, που αποκαλούνται σκωπτικά «PIGS»! Ναι, δεν ξέρω αν μοιάζω, αλλά είμαι κι εγώ ένας από τα PIGS – από τα αρχικά της Πορτογαλίας, της Ιταλίας ή της Ιρλανδίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας. Και είμαι περήφανος γι’ αυτό.
Επαναλαμβάνω ότι είμαι περήφανος που είμαι Έλληνας. Ό,τι κι αν λέμε, ό,τι κι αν περνάει η χώρα μου, έχω βαθιά εμπιστοσύνη στην Ελλάδα, στη χώρα μου, στον Ελληνικό λαό.
Ως Ευρωπαίος και σοσιαλδημοκράτης, θέλω επίσης να προσθέσω ότι, ανεξαρτήτως των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα μου, είμαι περήφανος που είμαι Πορτογάλος, είμαι περήφανος που είμαι Ιταλός, είμαι περήφανος που είμαι Ιρλανδός, είμαι περήφανος που είμαι Ισπανός.
Αν μάλιστα η Ουγγαρία ή η Σλοβακία απειλούνταν από την κρίση, θα ήμουν περήφανος, και είμαι περήφανος που είμαι Ούγγρος ή Σλοβάκος, όπως είμαι περήφανος που είμαι Πολωνός.
Αν το ίδιο συνέβαινε στην Γερμανία, είμαι περήφανος που είμαι Γερμανός. Αν η κρίση έπληττε την Γαλλία, είμαι περήφανος που είμαι Γάλλος. Διότι είμαι περήφανος που είμαι Ευρωπαίος. Και είμαι περήφανος που είμαι σοσιαλιστής και σοσιαλδημοκράτης.
Στις καλές ή τις δύσκολες στιγμές μας, μένουμε ενωμένοι στην ευημερία ή την αντιξοότητα. Η θαυμάσια ευρωπαϊκή πολυμορφία, ο πολιτισμός, οι διαφορετικές γλώσσες, η ιστορία μας – το σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι και θα παραμείνει ισχυρό, εφόσον μείνουμε ενωμένοι στις αξίες μας. Ναι, στο DNA μας, είναι γραμμένες οι αξίες, οι κοινές μας αξίες.
Κατά συνέπεια, εμείς, οι προοδευτικοί, εκπροσωπούμε ένα πολύ διαφορετικό όραμα της Ευρώπης. Ας αντικαταστήσουμε την πολιτική της αναζήτησης αποδιοπομπαίων τράγων, με την πολιτική της ειλικρίνειας. Ας αντικαταστήσουμε την πολιτική της λιτότητας, με την πολιτική της ευθύνης. Ας αντικαταστήσουμε την πολιτική του φόβου, με την πολιτική της εμπιστοσύνης, της ελπίδας και της βεβαιότητας, ότι μπορούμε να αλλάξουμε την Ευρώπη, να αλλάξουμε τον κόσμο και να υλοποιήσουμε αυτά που εξαγγέλλουμε.
Σας ευχαριστώ πολύ.