Η θηλιά των μνημονίων
Εάν προσθέσει κανείς το δημόσιο χρέος, το κόκκινο ιδιωτικό και το κανονικό μόνο απέναντι στις τράπεζες, θα φτάσει στο ποσόν των 794 δις € ή στο 430% περίπου του ΑΕΠ. Προφανώς ένα τέτοιο ποσόν είναι αδύνατον να πληρωθεί ή, έστω, να ανακυκλωθεί φυσιολογικά – ενώ θα κλιμακώνεται συνεχώς από τους τόκους, τις προσαυξήσεις κλπ., παρά το ότι παράλληλα θα ξεπουλιέται όλη η χώρα.
.
Επικαιρότητα
Με την ονομασία «μνημόνια» χαρακτηρίζονται ουσιαστικά οι περίπου χίλιοι νέοι νόμοι που μας ανάγκασαν να ψηφίσουμε οι δανειστές (τους βουλευτές για την ακρίβεια και τα κόμματα τους που τους αποδέχθηκαν εν λευκώ, χωρίς καν να τους διαβάσουν), εκ των οποίων μέχρι σήμερα κανένας δεν έχει καταργηθεί – καθώς επίσης η μεταφορά όλων των κρατικών περιουσιακών στοιχείων στο ΥΠΕΡΤΑΜΕΙΟ, με στόχο είτε το ξεπούλημα τους, είτε τη μακροπρόθεσμη ενοικίαση τους, σε εξευτελιστικές τιμές.
Τα υπόλοιπα (μείωση μισθών και συντάξεων, υπερβολική αύξηση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών, μείωση του αφορολόγητου, πρωτογενή πλεονάσματα κλπ.) θα τα καταχωρούσαμε στην πολιτική λιτότητας – οι συνέπειες της οποίας έχουν φανεί ξεκάθαρα από την Ιταλία (ανάλυση), στην οποία ήταν πολύ πιο ήπια συγκριτικά με την Ελλάδα (το κοινό στοιχείο της Ιταλίας με την Ελλάδα, ο βρόγχος στο λαιμό τους, είναι η κακοδιαχείριση των κυβερνήσεων της δεκαετίας του 1980, οι οποίες εκτόξευσαν το δημόσιο χρέος στα ύψη – ανάλυση) .
Σε γενικές γραμμές τώρα, τα μετρήσιμα αποτελέσματα των μνημονίων ήταν κατ’ αρχήν η αύξηση του δημοσίου χρέους στα 358,9 δις € την 31.12.2018 (πηγή), έναντι ονομαστικού ΑΕΠ 185,66 δις € (σελίδα 116 του προϋπολογισμού) ή στο 193% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων των διογκωμένων ελλειμμάτων από την ΕΛΣΤΑΤ – από 301 δις € την 31.12.2009 ή στο 127% του ΑΕΠ, παρά το PSI (ανάλυση) και το ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων. Παράλληλα, το ΑΕΠ μας κατέρρευσε, από 242 δις € το 2008 στα 176 δις € το 2017 (γράφημα) – οπότε τα έσοδα του δημοσίου μειώθηκαν κατά περίπου 18 δις € σε ετήσια βάση, αν και σταδιακά, γεγονός που σημαίνει ότι καλύφθηκαν από τις μειώσεις και τους φόρους, αφού τελικά έχουμε δημοσιονομικά πλεονάσματα (=τα 3,5% πρωτογενή υπερκαλύπτουν τους τόκους).
Το δεύτερο μετρήσιμο αποτέλεσμα των μνημονίων ήταν η εκρηκτική αύξηση του κόκκινου ιδιωτικού χρέους – το οποίο από μηδαμινό το 2009 εκτοξεύθηκε στο 180% του ΑΕΠ σήμερα ή πάνω από 335 δις €(γράφημα). Για παράδειγμα, τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών ήταν μόλις στο 5% το 2008 και υπερέβησαν το 50% – ενώ μπορεί μεν για τις τράπεζες να μειώνονται, αλλά για τους Έλληνες δεν ισχύει το ίδιο, αφού απλά έχει μεταφερθεί ένα μέρος τους στο ξένα κερδοσκοπικά κεφάλαια (funds).
Εκτός από το κόκκινο ιδιωτικό χρέος υπάρχει βέβαια και το κανονικό ιδιωτικό, κυρίως προς τις τράπεζες – όπου με τη λέξη «κανονικό» χαρακτηρίζεται αυτό που εξυπηρετείται και είναι της τάξης των 100 δις € μόνο απέναντι στις τράπεζες. Εν προκειμένω δεν δίνεται η απαραίτητη σημασία, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι ανύπαρκτο.
Περαιτέρω, όλα αυτά τα χρέη είναι σε ξένο νόμισμα, στο ευρώ, αφού με το PSI μας απαγορεύθηκε η μετατροπή τους σε εθνικό νόμισμα – υπενθυμίζοντας πως προηγουμένως, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ιταλία και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, υπήρχε η δυνατότητα μετατροπής σε «δραχμές», με μία απλή απόφαση της Βουλής, αφού το 90% των ομολόγων μας, με ιδιοκτήτες κυρίως τις ξένες τράπεζες και τους επενδυτές, είχαν εκδοθεί σε εθνικό δίκαιο.
Εάν τώρα προσθέσει κανείς το δημόσιο χρέος, το κόκκινο ιδιωτικό και το κανονικό μόνο απέναντι στις τράπεζες, θα φτάσει στο ποσόν των 794 δις € ή στο 430% περίπου του ΑΕΠ – αν και θα έπρεπε να αφαιρεθούν τα ταμειακά διαθέσιμα του δημοσίου (μαξιλάρι). Προφανώς ένα τέτοιο ποσόν είναι αδύνατον να πληρωθεί ή, έστω, να ανακυκλωθεί (=νέος δανεισμός για την εξυπηρέτηση του παλαιού) φυσιολογικά – ενώ θα κλιμακώνεται συνεχώς από τους τόκους, τις προσαυξήσεις κλπ. Βέβαια διευκολύνεται σήμερα ο δανεισμός του δημοσίου με την έκδοση ομολόγων, αλλά μόνο επειδή η αγορά είναι διαστρεβλωμένη από τις επεμβάσεις της ΕΚΤ – όπως τεκμηριώνεται από τα αρνητικά επιτόκια που πληρώνουν χώρες όπως η Γερμανία και η Ελβετία.
Με βάση τα παραπάνω, στα οποία θα έπρεπε να προσθέσει κανείς τις εκατοντάδες χιλιάδες χρεοκοπίες, τη διάλυση του παραγωγικού μας ιστού, την απώλεια άνω του 1 τρις € από την πτώση των τιμών των ακινήτων, του χρηματιστηρίου κλπ., φαίνεται καθαρά πού μας έχουν οδηγήσει τα μνημόνια και η πολιτική λιτότητας – οπότε είναι αδύνατον να τάσσεται οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος υπέρ τους, ισχυριζόμενος πως έχει τελειώσει πλέον η εποχή που ήταν κάποιοι υπέρ και άλλοι κατά των μνημονίων.
Ακόμη χειρότερα, το παράδειγμα της Ιταλίας που εφαρμόζει από το 1992 την πολιτική λιτότητας, έχοντας πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσον όρο 3,3% του ΑΕΠ της από το 1992 έως το 2008 (1,3% μετά), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναπτυχθεί, μας διδάσκει ότι είναι αδύνατον να το πετύχουμε εμείς, με πολύ πιο αδύναμη οικονομία.
Έτσι όμως δεν μπορεί να μειωθεί το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος ως προς το ΑΕΠ, επειδή το ΑΕΠ δεν αυξάνεται όσο θα έπρεπε – ενώ το μοναδικό πλεονέκτημα του δημοσίου σήμερα είναι το χαμηλό μέσο επιτόκιο (1,61%), το οποίο όμως θα χαθεί με την ανακύκλωση του χρέους από τις αγορές, με κριτήριο τα δεκαετή ομόλογα που διαπραγματεύονται μεν σήμερα με 3,27% αλλά μόνο επειδή η αγορά ομολόγων είναι διαστρεβλωμένη. Ακόμη όμως και να παρέμεναν στο 3,27% θα έπρεπε η Ελλάδα να αναπτυσσόταν με υψηλότερο ποσοστό για να μην αυξάνεται το χρέος –κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί, όσο είναι σε τέτοιο βαθμό υπερχρεωμένη.
Επίλογος
Συμπερασματικά λοιπόν, εάν δεν βρεθεί τρόπος μίας μερικής έστω διαγραφής ή παγώματος του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, της χαλάρωσης δηλαδή της θηλιάς των χρεών που σφίγγει όλο και πιο πολύ το λαιμό της οικονομίας μας και των Ελλήνων, η Ελλάδα θα συνεχίσει να βαδίζει από το κακό στο χειρότερο – παρά τις μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης που έχει.
Εάν δε προσθέσει κανείς τη βόμβα του ασφαλιστικού, με την οποία κανένας δεν ασχολείται, καθώς επίσης το δημογραφικό που με τη σειρά του στραγγαλίζει τις δυνατότητες ανάπτυξης της χώρας, τότε η εικόνα γίνεται πολύ πιο σκοτεινή – σημειώνοντας πως δεν ωφελεί να κρύβει κανείς το κεφάλι στην άμμο, για να μην κατηγορείται ως απαισιόδοξος.