Είναι μια γριούλα 95 χρονών “υιοθετημένη πεθερά” και την φροντίζουμε εγώ και η κόρη της τώρα, που η δυναμική της έπεσε από τον πανδαμάτορα χρόνο και δυστυχώς δεν μπορεί να παράγει έργο που θα αποδώσει… λεφτά. Όπως τ’ ακούτε ακριβώς.
Μέχρι πρότινος έσπερνε τα χωράφια της και εξέτρεφε διάφορα οικόσιτα. Έβαζε το μπαχτσεδάκι της και εισέπραττε τα λαχανικά στην εποχή τους. Δηλαδή τι εισέπραττε αφού την παραγωγή την… εισέπρατταν τα παιδιά της. ¨Ω ναι, έχει άλλα δυό αγόρια!
Κάποτε όταν τα γέννησε πέρασε ο χάρος από δίπλα της γελώντας σαδιστικά. Ήταν μόλις τριάντα χρονών και εκείνος, ο άντρας της, τριάντα τρία. Ένα παλικάρι στα δυό μέτρα που έγινε ο στόχος. Ο στόχος του εξαποδώ. Και έφυγε για την λησμονιά αφήνοντας μόνο του το έρμο κορμί να φροντίζει φαγητό γι αυτή και τα τρία ορφανά. Βοήθειες από μηδενικές έως ελάχιστες. Ρήμαξε η ζωή της να τα μεγαλώσει, να τα σπουδάσει, να τα παντρέψει. Και τώρα κοιτά τον έρημο δρόμο βουβή πίσω από δυό άδεια από αγάπη μάτια μην και φανεί κάποιο παιδί, κάποιο εγγόνι. Εις μάτην! Τα έσοδά της πενιχρά περιορίζονται μόνο σε μια σύνταξη των 305ευρώ μηνιαίως! Και η αγάπη θέλει ανταλλάγματα χοντρά και όχι πενταροδεκάρες.
Εξήντα πέντε χρόνια δρόμος μοναχικός, έμαθε να ζει σαν το αγρίμι. Μόνη, κι ας διπλώνεται στα δυό καθημαγμένη από οστεοπόρωση. Ένα κορμάκι διπλωμένο, τσακισμένο από τα άπονα νυχτέρια στα χωράφια για το σπάσιμο του καπνού. Το μεροκάματο και το φαγητό για όλους εξαρτιόταν από τους μποχτσιάδες(δέματα) που θα τρυγούσε μέχρι να σηκωθεί ο ήλιος μια σπιθαμή από τον ορίζοντα. Και τα τρία εκεί ξαπλωμένα στο νοτισμένο χώμα περίμεναν την “σταχομαζώχτρα” για να γυρίσουν στο σπίτι.
Δεν στερήθηκαν ούτε σπουδές, ούτε τέχνη. Τα ξαπόστειλε στην πόλη να γίνουν “άνθρωποι”, να μην τυραννιούνται σαν κι αυτήν. Και η πόλη ξεμυαλίστρα τα κράτησε για πάντα δικά της. Και τα στέρησε από την γριούλα μαζί με τους απογόνους, τα εγγόνια της.
Κοίταζε μακριά, πολύ μακριά με το ένα της μάτι. Το άλλο σταμάτησε να κοιτάζει εδώ και πολύ καιρό. Μάλλον κι αυτό δεν έβλεπε, αλλά τα μάτια της ψυχούλας της. Κοίταζε τα χρόνια τα χαμένα, τα χρόνια τα σακατεμένα. Ένας ψίθυρος μόνο βγήκε από τα ανέκφραστα χείλη της.
“Είχα τον άντρα μου και ήμουν κυρία. Τον έχασα και έγινα ένα μεγάλο τίποτα”
Της έπιασα το ροζιασμένο χέρι με πολύ συγκίνηση κι αυτή το τράβηξε απότομα, γιατί έτσι κάνουν τ’ αγρίμια. Ζουν, πολεμούν και πεθαίνουν μόνα τους.
Καλή Ανάσταση γερόντισσα. Η θυσία σου δεν πήγε χαμένη. Κράτησες τη ζωή νικητή πάνω στη γη, κι αυτό ο Θεός δεν το ξεχνά.