Με μισό δολάριο στην τσέπη και μια βαλίτσα όνειρα… σαν σήμερα (1969) έφτανα στη Νέα Υόρκη

Στις 7 Ιουλίου του 1969, ένα 18χρονο παλικάρι από τους Γαργαλιάνους ανέβηκε στο υπερωκεάνιο “Άννα Μαρία” και ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι προς την Αμερική. Είχε μόνο μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα και ελπίδες. Κι ένα 20δόλλαρο από τον αδερφό του τον Τζίμη, για να του δώσει θάρρος και κουράγιο. Ήταν ο Φώτης.
Μετά από 11 μέρες στη θάλασσα, με μοναδικό ορίζοντα το μπλε του ωκεανού, φάνηκε στον ορίζοντα το Άγαλμα της Ελευθερίας. Η καρδιά χτυπούσε δυνατά. “Έφτασα…”, σκέφτηκε. Η γη της “επαγγελίας” απλωνόταν μπροστά του. Είχε μισό δολάριο στην τσέπη. Όμως, είχε πίστη, όνειρα και στόχους. Το ημερολόγιο έγραφε 18 Ιουλίου 1969.
Την επόμενη μέρα δούλεψε 12 ώρες και έβγαλε 20 δολάρια. Δεν κράτησε τίποτα. Τα έστειλε κατευθείαν στη μάνα του. Κι εκείνη, τα πέρασε στα μαλλιά της με μια ευχή. Οι ευχές της μάνας, βλέπεις, πιάνουν πάντα.
Η ξενιτιά όμως… ξέρει να πονάει.

Ήταν τα πέτρινα χρόνια. Δεν υπήρχαν κινητά, δεν υπήρχε internet, ούτε φτηνά τηλέφωνα. Ένα τηλεφώνημα στην Ελλάδα κόστιζε όσο μισό μεροκάματο…. Κι έτσι, είχε βρει τον δικό του κώδικα επικοινωνίας με τη μάνα του:
Της τηλεφωνούσε, άκουγε το κουδούνισμα μία φορά, και το έκλεινε. Αυτό σήμαινε: «Είμαι καλά μάνα, μην ανησυχείς»… για να πάρει δύναμη να συνεχίσει.
Το ίδιο έκανε κι εκείνη. Κάθε μέρα, ένα χτύπημα στο τηλέφωνο… “Είμαι καλά παιδί μου”.
Ήθελε να σπουδάσει. Να προκόψει. Να επιστρέψει στην πατρίδα καλύτερος άνθρωπος, πιο δυνατός, πιο γεμάτος.

Στο μεταξύ, πάλεψε. Μόνος, με ένα λεξικό στην κολότσεπη για να συνεννοηθεί. Με πίκρα, με ξενιτιά, με δάκρυα, με υπομονή αλλά και επιμονή. Σιγά-σιγά γνώρισε φίλους, φοιτητές, αγωνιστές της ζωής. Βγήκε στους δρόμους με χιλιάδες άλλους ομογενείς κατά της Χούντας . Βρήκε παρηγοριά σε ελληνικές παρέες και στα όνειρα που δεν σταμάτησε να κάνει.
Και κάπου εκεί, στην καρδιά της Νέας Υόρκης, γνώρισε τη Μαίρη. Ήταν Νοέμβρης του 1975, εκείνη μόλις 19 χρονών, όταν απήγγειλε ένα ποίημα, που είχε γράψει η ίδια, για την 2η επέτειο του Πολυτεχνείου. Από εκείνη τη μέρα δεν χώρισαν ποτέ. Μαζί πορεύτηκαν, δημιούργησαν οικογένεια, μοιράστηκαν χαρές και πολλές δυσκολίες.
Ο Φώτης ποτέ δεν έπαψε να σκέφτεται την επιστροφή στην πατρίδα. Η Αμερική όμως έχει τον τρόπο της να σε κρατά. Θυμόταν πάντα τα λόγια της μάνας του: “Ανάθεμά σε ξενιτιά, όσα καλά κι αν έχεις, κι αν έχεις πύργους γυάλινους, την ξενιτιά την έχεις.” Πέρασαν 31 χρόνια.
Επέστρεψε τελικά, όχι μόνος όπως έφυγε, αλλά με μια ολόκληρη οικογένεια στο πλευρό του.
Κι όταν επέστρεψε, κατάλαβε πόσο δίκιο είχε ο Σεφέρης που έγραψε:
«Να νοσταλγείς τον τόπο σου ζώντας στον τόπο σου, τίποτα δεν είναι πιο πικρό.»
Ο τόπος που άφησε πίσω, είχε αλλάξει τόσο πολύ, είχε ματαλλαχθεί… Άνθρωποι είχαν χαθεί, φιλίες και άνθρωποι είχαν αλλάξει. Όταν έφυγε οι Γαργαλιάνοι είχαν τρία ξενοδοχεία, τρεις κινηματογράφους, Ιαματικά λουτρά, Φιλαρμονική, είχαν πολιτισμό και περισσότερη ανθρωπιά. Μέσα σε τρεις δεκαετίες απαξιώθηκαν και έκλεισαν τα ξενοδοχεία, οι κινηματογράφοι, τα Ιαματικά λουτρά, το Τουριστικό μας, το γηροκομείο και πρόσφατα σταμάτησε και η Φιλαρμονική μας…
Κι όμως, νιώθει ευγνώμων. Γιατί έζησε. Γιατί πάλεψε. Γιατί έμεινε όρθιος. Γιατί κράτησε αναμνήσεις, χαρτιά, φωτογραφίες, εισιτήρια, άδειες παραμονής, ακόμα και τα ημερήσια προγράμματα του καραβιού που τον πήγε στην Αμερική πριν 56 χρόνια… Τα φύλαξε όλα. Όχι για να καμαρώσει, αλλά για να τα δείξει μετά από 60 χρόνια στα εγγόνια του. Να τους πει:
«Δείτε πώς ξεκινάει κανείς με μισό δολάριο και φτάνει κάπου… όταν έχει όνειρα, υπομονή και επιμονή»

Το εισιτήριο του Φώτη για Νέα Υόρκη








