Παιδί μεταναστών της δεκαετίας του 70, ξεκίνησα ένα ταξίδι που η μοίρα όρισε για μένα, μια και στα δώδεκά μου χρόνια, η πυξίδα δεν ήταν στα δικά μου χέρια. Χρόνια δύσκολα, σε ξένο τόπο, όπου τα πάντα έπρεπε να μαθευτούν, με ένα λεξικό ανά χείρας.
Όμως έμαθα, όπως κάθε Έλληνας της διασποράς, πως μόνο ότι δεν θέλεις, είναι ακατόρθωτο… Στο σπίτι μας, εγώ ως η μεγαλύτερη αδελφή, επωμίστηκα χρέη διερμηνέα… Βλέπεις, ήξερα δύο τρεις προτάσεις στα αγγλικά, κι έτσι η οικογένεια με έχρισε αρχηγό.
Σιγά –σιγά, ο πατέρας μας μάθαινε να επικοινωνεί, και η μητέρα να υφαίνει τους καημούς της– πότε με σκούρο χρώμα, και πότε με το μπλε το ελπιδοφόρο. Ούτε στιγμή δε δέχτηκε τη μοίρα, που την ήθελε να ζήσει μακριά από την Ελλάδα της.
Εμείς τα παιδιά, μεγαλώναμε με αυτή τη νοσταλγία, που κρατούσε ζωντανό το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα. Τα χρόνια περνούσαν όμως, και το όνειρο για τους γονείς, και τις δύο αδελφές μου, άρχισε να ξεθωριάζει. Η φθορά του χρόνου, έφερε τη δυσκαμψία, που έκανε τις κινήσεις των γονιών μου μετρημένες. Ο καλός Θεός γλύκανε τον πόνο της ξενιτιάς, με τον ερχομό των αγαπημένων τους εγγονιών.
Οι δικοί μου αγαπημένοι έμειναν στην «ξένη χώρα» που ποτέ δεν έκαναν δική τους. Οι αδελφές μου συμβιβάστηκαν, έφτιαξαν εκεί τη ζωή τους, κι εγώ τους στέρησα την παρουσία μου με την επιστροφή μου στη Ελλάδα.
Γύρισα στη Νέα Υόρκη μετά από 5 χρόνια απουσίας. Λένε, πως ποτέ δεν μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι σου και τώρα νιώθω το γιατί. Τα πάντα είναι αλλιώτικα, καθώς κι εσύ έχεις αλλάξει. Οι μνήμες που κράτησες με θαλπωρή στις πτυχές της ψυχής σου, έμειναν για πάντα εκεί. Δεν μπορείς να τις αγνοήσεις, όμως πρέπει να τις αφήσεις πίσω.
Προσγειώθηκα απότομα σε μια πραγματικότητα που η απόσταση κρατούσε μακριά από το βλέμμα μου και την αντίληψή μου. Η θωριά των γονιών μου, που υποβάσταζαν τα λιγοστά τους βήματα σε μια μαγκούρα, ήταν το πρώτο χτύπημα. Τελευταία φορά που τους είδα, φαίνονταν ακμαίοι, δυνατοί. Τώρα τους έβλεπα γερασμένους, ανήμπορους. Κοιταχτήκαμε στα μάτια, και δεν είπαμε πολλά, οι λέξεις έδωσαν τόπο στα βουβά κλάματα που πνίγονταν στο λαρύγγι. Τι να πεις? Όταν η πραγματικότητα σου τρυπάει το είναι…
‘Όσο για την Αμερική, πόσο πικρή και οδυνηρή η θωριά της…
Βρέθηκα με τη φίλη μου τη Βάνα, που μαζί σπουδάζαμε στο Barry University. Εκείνη εξωστρεφής, χαρούμενη και αισιόδοξη, ήταν η χαρά της παρέας. Την είδα σκεφτική και τρομαγμένη για το μέλλον που έρχεται στην Αμερική… Εξαιρετική επιστήμονας, για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, μια από τις καλύτερες στον τομέα της, κινδυνεύει να χάσει την θέση της λόγω της οικονομικής κρίσης που αγγίζει τον ένα στους έξι Αμερικανούς πολίτες… “Στην Αμερική, μου είπε, τίποτα δεν είναι δεδομένο πλέον. Εκατομμύρια πολίτες νιώθουν ανασφάλεια για το αύριο. Αγαθά όπως η παιδεία, η εργασία, και η κοινωνική πρόνοια, υπολειτουργούν. Τα ταμεία στερεύουν, και η απελπισία ολοένα και περισσότερο ωθεί στην απάθεια και την απομόνωση τις ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού.
Η εγκληματικότητα είναι πλέον ανεξέλεγκτη, καθώς οι απελπισμένοι βρίσκουν διέξοδο στα ναρκωτικά και τη βία.
Μεγάλες επιχειρήσεις, κλείνουν η μια μετά την άλλη, και ένας στους οκτώ Αμερικανούς χάνει το σπίτι του. Στον πάλαι ποτέ παράδεισο της Αμερικής, ο κόσμος ασφυκτιά από την υπέρμετρη κατανάλωση, της οποίας το αποτέλεσμα είναι η απομόνωση και η τεχνολογική αντικοινωνικότητα.
Το Αμερικάνικο όνειρο, έσβησε παρασύροντας στο διάβα του τον κόσμο ολόκληρο. Η μετά-Ομπαμακή εποχή, ίσως ξανασυναντήσει την Αμερική των μεγάλων πιθανοτήτων, όπου τίποτα δεν είναι αδύνατο…εκτός αν είναι πλέον αργά.
Εγώ πάντως, όπως τότε που είχα αναλάβει τη θέση του διερμηνέα της οικογένειας, υποσχέθηκα να γυρίσω στην Ιθάκη τους, πριν τα δικά μου βήματα με προδώσουν. Και εκείνοι, είναι χαρούμενοι για μένα κι ας ήλθε η ώρα να πούμε το πικρό αντίο. Είναι γλυκόπικρη η επιστροφή αν ξαναφύγεις και η συγκίνηση απερίγραπτη, όταν αφήνεις πίσω αυτούς που αγαπάς.
Είναι το πεπρωμένο όμως…Η ανάγκη της φυγής, που ονειρεύεται μια επιστροφή, που οδηγεί πάντα στην Ιθάκη!
Μ.Π.
Το άρθρο σας με συγκίνησε υπερβολικά… Πριν από αρκετά χρόνια άφησα και εγώ πίσω γονείς και αδέλφια για να ζήσω στην πατρίδα. Δυστυχώς η πατρίδα με απογοήτευσε πολλές φορές αλλά ποτέ τόσο ώστε να επιστρέψω στην Αυστραλία. Η Ελλάδα “όπου πάω με πονάει” αλλά είναι η Πατρίδα μου και θα μείνω και εγώ εδώ για πάντα. Σας ευχαριστώ που μοιραστήκατε μαζί μας μια τόσο προσωπική σας ιστορία.
ΑΛΕΞΙΑ
ΜΠΡΑΒΟ ΡΕ ΜΑΙΡΗ. ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΕΜΠΛΟΥΤΙΖΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ ΣΟΥ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ.
ΝΑΣΑΙ ΚΑΛΑ κ. ΜΑΙΡΗ. ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΥΧΕΡΟΙ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ ΣΟΥ!
Όταν διαβάζω οποιοδήποτε άρθρο σου αισθάνομαι τόσο καλά γιατί μου ξυπνάς ευαισθησίες που δεν ήξερα ότι είχα… Σ’ ευχαριστώ.
Γράψε περισσότερα για να μας ηρεμείς… από όσα σκληρά (αλλά αληθινά) γράφει ο κ. Φώτης.
Αγγίξατε την καρδιά μου όσο δεν φαντάζεστε… Το εξαίσιο και τόσο ανθρώπινο άρθρο σας είναι γραμμένο για μένα και τους δικούς μου συγγενείς. Η μόνη διαφορά με την δική μου ιστορία είναι ότι εγώ δεν άντεξα την Ελλάδα που αντίκρισα επιστρέφοντας, δεν είχα την δική σας δύναμη και επέστρεψα στην μαύρη ξενιτιά… Την εδώ επιστροφή μου την έχω μετανιώσει πικρά, αλλά τώρα είναι πλέον αργά για την δική μου επιστροφή στην δική μου Ιθάκη…
Το «πεπρωμένο» φαίνεται ήταν να με κερδίσει η ξενιτιά. Είστε τόσο τυχεροί και αληθινά χαίρομαι για σας που πραγματοποιήσατε το όνειρο του κάθε μετανάστη «την επιστροφή στην Πατρίδα»!!!
Η περιγραφή σας για την εδώ κατάσταση είναι πέρα για πέρα αληθινή. Η Αμερική έχει αλλάξει πολύ προς το χειρότερο. Τις δεκαετίες του 60, 70, 80 και 90 ήταν άλλη χώρα. Περιορίστηκαν και οι ελευθερίες που είχαμε κάποτε.
Εδώ και 2-3 μήνες, σας διαβάζω καθημερινά από το Σικάγο. Είστε ο καλύτερος μας σύνδεσμος με την Ελλάδα. Γιατί αποκαλείτε τους Γαργαλιάνους «Κοινότητα» εφόσον ήταν πάντα Δήμος;
Σας ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να μοιραστώ μαζί σας την δική μου «Οδύσσεια»…
Σας εύχομαι υγεία και καλά μπάνια στη Βουρλιά!!!
Δήμητρα από Σικάγο
Δήμητρα, για σου!
Θα σου μιλήσω στον ενικό, γιατί σε νιώθω συνοδοιπόρο μου, σ’ ένα ταξίδι αυτογνωσίας και περισυλλογής. Η ΠΑΤΡΙΔΑ είναι η ίδια η ζωή, είναι ο ύψιστος εαυτός που πάντα ξέρει… Είναι συνοδοιπόρος και αδελφή ψυχή. Τίποτα που αγαπήσαμε δεν χάνεται, γιατί η αγάπη όλα τα ανέχεται, όλα τα καταλαβαίνει. Σου εύχομαι από καρδιάς να είσαι πάντα καλά, και να κρατάς την Ελληνικότητά σου σαν φυλαχτό, γιατί τώρα, πιο πολύ από ποτέ, οι απανταχού ‘Έλληνες, πρέπει να μείνουμε ενωμένοι, και να κρατάμε Θερμοπύλες από όπου βρισκόμαστε. Χαιρετίσματα στους Γαργαλιανιώτες στο Σικάγο!
Μαίρη
ΑΧ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
38 ολόκληρα χρόνια ονειρεύομαι την επιστροφή στην πατρίδα και φοβάμαι ότι θα ζήσω με το όνειρο μέχρι τέλος… Χαίρομαι που το κατορθώσατε εσείς. Πονάμε την Ελλάδα μας όπου κι αν ζούμε. Έχουμε εχθρούς πολλούς (μέσα και έξω) που επιδιώκουν την εξόντωση μας. Να είμαστε μονοιασμένοι γιατί θα μας καταστρέψουν… ΑΔΕΛΦΩΣΥΝΗ
Νίκος Ξ. Μοντρεάλ Καναδάς
AN KAI PROSPATHISA DEN EIXA THN EYTYXIA NA GYRISO STHN PATRIDA MOU… EMPLEXA ME OIKOGENEIA KAI DOYLEIES KAI TORA ZO ME TON PONO THW XENITIAS. TA PAIDIA MOY DEN NOIOTHOUN TO DIKO MOU PONO DIOTI GENNHTHIKAN EDO STHN AMERIKH. ATIMI XENITIA… MPRAVO SAS MILATE KAI GIA TA DIKA MOY SYNESTHIMATA GIA THN ITHAKI POY POTE DEN THA FTASO … DISTIXOS
I WISH YOU THE VERY BEST MRS. PANAGIOTAKOPOULOS
Αγαπητέ συνοδοιπόρε,
Διώξε τη θλίψη και τον πόνο σου, ζήσε την πραγματικότητα που δεν είναι άλλη από την οικογένεια της καρδιάς σου. Η «Πατρίδα» είναι το παιδικό μας όνειρο που φτιάξαμε με αγιόκλημα και δυόσμο—είναι το πρώτο βλέμμα που λάτρεψε το γαλάζιο του ουρανού, και το πορφυρό του ήλιου. Ταυτόχρονα, είναι μια σκέψη εξιδανίκευσης των πάντων. Κράτησε ότι αγάπησες και ξέχασε ότι σε πόνεσε, η ζωή είναι εδώ!
Όπου και νάσαι, σε όποιο χώμα και να πατάς, έχεις μαζί σου οδηγό την κληρονομιά σου, και την ευκαιρία να την μεταλαμπαδεύσεις, στη νέα πατρίδα.
Η Ιθάκη είναι μέσα σου!
Wherever you go, there you are!
Μαίρη
ΚΑ ΜΑΙΡΗ
ΜΠΡΑΒΟ ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΟΥ.ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑΝΑΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΑΝΑ ΤΟΥΣ!!!!!!!ΔΕΝ ΘΑ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΔΟΥΝ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΞΑΝΑ…
Μράβο Μαιρη για το ωραίο σου άρθρο. Συγκινεί και όσους δεν είναι μετανάστες. Κάποτε η Ελλάδα έστελνε μετανάστες εργάτες, τώρα στέλνει επιστήμονες. Με τρομάζει η ιδέα ότι τα παιδιά μας, που μεγαλώσαμε με τόσους κόπους και όνειρα, μπορεί να γίνουν μετανάστες για να επιβιώσουν.
Προ ημερών με συγκίνησε ένας συνταξιούχος μετανάστης, που μου είπε ότι άφησε στο Βέλγιο παιδιά και εγγόνια καθώς και τα δύο από τα πέντε δακτυλα του ενός χεριού του και ήλθε και μένει στη Κυπαρισσία.
Για να πεθάνει στη Ελλάδα. Μόνος…Εχει δίκιο ο ποιητής. “Είναι γλυκός ο θάνατος όταν κανείς πεθαίνει στη Πατρίδα…”.
Οσο για την Αμερική, φαίνεται να τρεμοσβύνει το άστρο της.