Φάκελλος Ολυμπιακοί Αγώνες 1999-2009 (Μέρος Α’)
Αυτό που ξέρουμε εμείς οι “ιθαγενείς” σε αυτήν την χώρα, Ελληνες πολίτες όμως κατά τα άλλα, είναι ότι ακόμα πληρώνουμε κι ακόμα χρωστάμε τα “γλέντια” κάποιων.
Το «καμπανάκι» του κ. Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, “σήμανε”, τον κίνδυνο στον πρωθυπουργό κ. Κ. Σημίτη, o οποίος, κατά την αναζήτηση των αιτίων της καθυστέρησης στην υλοποίηση των Ολυμπιακών έργων, αλλά και των προσώπων εκείνων που στο εξής θα χειρίζονταν αποτελεσματικά την υπόθεση της Ολυμπιάδας, κατέληξε στο πρόσωπο, της τότε επικεφαλής της επιτροπής διεκδίκησης των Αγώνων κ. Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη.
Η επιτροπή διεκδίκησης των Αγώνων της οποίας η σύνθεση ήταν, ή κ.Γιάννα Αγγελοπούλου, Πρόεδρος, ο κ. Κώστας Λιάσκας, Αντιπρόεδρος, Λουκάς Παπαδήμος, τραπεζίτης, Διοικητής της Τραπέζης Ελλάδος, και ο μελλοντικός πρωθυπουργός της Ελλάδος, Ανδρέας Ποταμιάνος, Γιάννης Σγουρός, Λουκάς Τσίλας.
Τελικά η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί τον επιλεκτικό χώρο, εύρεσης πολιτικών ανδρών, “Εθνικών σωτήρων”, για αυτόν εδώ τον τόπο ;;;
Στις 9 Μαΐου του 2000, η κ. Γιάννα Δασκαλάκη – Αγγελοπούλου, υπό τις “επευφημίες”, των «αθανάτων» της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και τα θετικά σχόλια του “διεθνούς Τύπου”, διορίζεται από τον πρωθυπουργό κ. Κ. Σημίτη, πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Η αντικαταστάτρια του υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Πέτρου Θωμόπουλου, εμφανίζεται έτοιμη για ανακατατάξεις στο εσωτερικό του «Αθήνα 2004».
Στο πλαίσιο αυτό παραιτείται στις 22 Μαΐου του 2000, η αντιπρόεδρος της επιτροπής, Νίκη Τζαβέλα, ενώ ακολουθούν ο διευθύνων σύμβουλος της επιτροπής, Κώστας Μπακούρης, τον οποίο η κ. Ν.Τζαβέλα φωτογραφίζει ως υπεύθυνο για τις καθυστερήσεις, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής.
Στη θέση τους η Γ.Αγγελοπούλου, τοποθετεί τους Πέτρο Συναδινό, Γιώργο Λιάσκα, Μάρτον Σίμιτσεκ και Σπύρο Καπράλο.
Σήμερα η κατάσταση είναι τραγική για τη χώρα. Αυτοί που μας «χάρισαν» τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, αυτοί που μας επέβαλαν να αγοράσουμε άχρηστους εξοπλισμούς και πανάκριβα συστήματα ασφαλείας, αυτοί που παρακολουθούσαν τα τηλέφωνά μας, οι Γερμανοί της Siemens, και αυτοί που εισέπραξαν τις μίζες και τις προμήθειες, μας μιλάνε για «αναξιοπιστία» της χώρας μας. Μας ζητάνε να καθηλώσουμε τους ήδη χαμηλούς μισθούς και τις συντάξεις, να περικόψουμε ακόμη περισσότερο, έως να μηδενήσουμε, τις κοινωνικές δαπάνες και ταυτόχρονα παίρνουν μέτρα για να στηρίξουν τις τράπεζες που τόσα χρόνια μας ξεζουμίζουν κανονικά.
Στο Μόντρεαλ του Καναδά δεν απέκρυψαν ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν γι` αυτούς μια οικονομική καταστροφή. Ακόμα πληρώνουν !!!
Στην Ελλάδα, αποκρύπτεται επιμελώς ότι η κατρακύλα της οικονομίας της χώρας ξεκινάει λίγα χρόνια πριν από το 2004 και κορυφώνεται σήμερα.
Οι εμφανισθέντες «υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης», τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας των προηγούμενων χρόνων, δεν μπορούν πλέον να αποκρύψουν την ουσιαστική «προίκα» των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα, δηλαδή την πραγματικότητα των τεράστιων ελλειμμάτων, του αχαλίνωτου δανεισμού.
Η φούσκα έσπασε.
Το ζήτημα είναι αν και πότε θα ξεχειλίσει το ποτάμι της οργής.
Εντεκα φορές πάνω από τους Αυστραλούς πλήρωσε ο κάθε Έλληνας φορολογούμενος για τη οργάνωση και διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων.
Υπερκοστολογήσεις έργων κατά 423%. Ανεκμετάλλευτα παραμένουν τα έργα σήμερα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Τη στιγμή που κάθε Αυστραλός έδωσε για τους αγώνες του Σίδνεϊ το ποσό των 75 ευρώ, νέα στοιχεία που βλέπουν σήμερα το φως της δημοσιότητας, αποκαλύπτουν το χρυσό ολυμπιακό κατά κεφαλήν χαράτσι για την οργάνωση και διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, που ανέρχεται στα 843,604 ευρώ και το οποίο προέκυψε από εξωπραγματικές υπερκοστολογήσεις έργων.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της ε/φ Real News, τα νέα στοιχεία ρίχνουν φως στα έργα και τις ημέρες της Ελληνικής Ομοσπονδίας Βόλεϊ, την περίοδο της Ολυμπιάδας και όχι μόνον.
Ο λόγος για το σκάνδαλο δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, με απευθείας αναθέσεις από την Ομοσπονδία για πέντε ολυμπιακά έργα, που σήμερα παραμένουν αναξιοποίητα.
Κόλαφος ήταν το πόρισμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, αφού εντοπίστηκαν σοβαρές παρατυπίες, ύποπτες αναθέσεις και υπερκοστολογήσεις.
Πάντως, παραδόξως η υπόθεση έχει κολλήσει στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, με αποτέλεσμα να μην έχει ακόμη εκδικαστεί, παρότι έχουν ασκηθεί ποινικές διώξεις.
Πιο συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα του υπουργείου Οικονομικών, το 2005, προκύπτει ότι η Ολυμπιάδα του 2004 ήταν απόλυτα κρατικοδίαιτη, με την χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα να φτάνει στο 16% μόλις.
Όπως αποκαλύπτει το δημοσίευμα της ε/φ Real News, οι επιτελείς της Οργανωτικής Επιτροπής υποκοστολογούσαν μεγάλα έργα, για να μην προκαλέσουν αντιδράσεις κατά τη περίοδο προετοιμασίας των Αγώνων, ενώ λίγους μήνες μετά την τέλεσή τους, άλλαξαν εντελώς τακτική, υπερκοστολογώντας τα με… γεωμετρική πρόοδο.
Και κάπως έτσι, το συνολικό κόστος των Ολυμπιακών αγωνιστικών εγκαταστάσεων, υπερκοστολογήθηκε κατά 423%, ενώ μόνο στο σύμπλεγμα του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου Αθήνας, η διακύμανση εκτοξεύτηκε στο 2.074%.
H δυνατότητα αξιοποίησης των ολυμπιακών εγκαταστάσεων από ιδιώτες αλλά και από δημόσιους φορείς, όπως είναι η εταιρεία Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα, προεβλέπετο, από νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού το οποίο κατετέθη στη Βουλή. H ψήφιση του νομοσχεδίου άνοιγε τον δρόμο για την υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Αξιοποίησης των Ολυμπιακών Αγώνων, το οποίο προγραμματιζόταν, να παρουσιάσουν στις αρχές του 2003, οι υπουργοί Οικονομίας κ. N. Χριστοδουλάκης και Πολιτισμού κ. Ευ. Βενιζέλος.
Στόχος της κυβέρνησης, όπως διεφάνει, από τη θέση του αρμόδιου υφυπουργού Πολιτισμού κ. N. Αλευρά, ήταν, να δοθεί μετά τους Αγώνες η διαχείριση όσο το δυνατόν περισσοτέρων εγκαταστάσεων σε ιδιώτες.
Προς την κατεύθυνση αυτή, επισημαίνει ο κ. Ν. Αλευράς, θα συμβάλει η ανάδειξη του πολυθεματικού χαρακτήρα των εγκαταστάσεων και του φάσματος των υπηρεσιών που μπορούν να προσφέρουν, κάτι που αποτελεί κλειδί για την προσέλκυση ιδιωτών επενδυτών.
Ανάλογη άποψη εκφράζει και ο κ. Γ. Αλογοσκούφης, συντονιστής τότε, της ΟΔΕ Οικονομικών Υποθέσεων της Νέας Δημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις μπορούν να αξιοποιηθούν αλλά υπό προϋποθέσεις.
H μεγαλύτερη δυσκολία στην προσπάθεια αξιοποίησης των ολυμπιακών ακινήτων, σύμφωνα με τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Π. Θωμόπουλο, ήταν, η εξεύρεση επενδυτών οι οποίοι θα ανταποκριθούν στην ειδική μορφή εκμετάλλευσης τέτοιων εγκαταστάσεων. Πάντως θεωρεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, η “αξιοποίηση”, δεν μπορεί να βασιστεί σε αμιγώς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, αλλά θα απαιτηθεί η κρατική συμβολή, πιθανώς, εν είδει κρατικής επιχορήγησης. Εκτιμά όμως, ότι η χώρα μας μπορεί να προσβλέπει στην απόσβεση μέρους του κόστους κατασκευής των εγκαταστάσεων μέσω των αυξημένων δημοσίων εσόδων που θα προέλθουν από τη διεξαγωγή των Αγώνων.
Απολαύστε τίς δημοσιευμένες εκτιμήσεις των “πολιτικάντηδων” της εποχής :
“Οι θετικές επιδράσεις των Αγώνων στην οικονομία της χώρας εκτιμάται από το οικονομικό επιτελείο ότι αποτελούν έναν παράγοντα ενίσχυσης της αναπτυξιακής πορείας μετά το 2004. Συγκεκριμένα στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης που θα υποβάλει ο υπουργός Οικονομίας, στις Βρυξέλλες αναφέρεται κατηγορηματικά ότι τόσο η αξιοποίηση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, όσο και τα αποτελέσματα της ολυμπιακής προβολής της χώρας, κυρίως για την αύξηση του τουρισμού και των ξένων επενδύσεων, θα συμβάλουν στη συνέχιση των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, και μετά το 2005. Σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα Ολυμπιακών Αγώνων του Υπουργείου Πολιτισμού κ. Κων/νο Καρτάλη, η συμβολή των Αγώνων στην οικονομική ανάπτυξη υπολογίζεται ότι κινείται γύρω στο 0,3%-0,5% του ΑΕΠ τρία χρόνια πριν και δύο χρόνια μετά τη διεξαγωγή των Αγώνων”.
(http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=155335).
Η Ειδική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού με τον τίτλο «Γενική Γραμματεία Ολυμπιακών Αγώνων 2004», η οποία συστάθηκε και στελεχώθηκε για τη συντονιστική υποστήριξη της Ολυμπιακής Προετοιμασίας, μετονομάσθηκε σε «Γενική Γραμματεία Ολυμπιακής Αξιοποίησης» (Γ.Γ.Ο.Α.) αργότερα.
Η Γ.Γ.Ο.Α. τελούσε υπό την εποπτεία του Υπουργού Πολιτισμού κ. Ε. Βενιζέλου. Η εποπτεία αφορούσε, στο σύνολο της λειτουργίας και της δράσης αυτής.
Έργο της Γ.Γ.Ο.Α. ήταν, η προώθηση της αξιοποίησης της Ολυμπιακής κληρονομιάς, υλικής και άυλης, ο συντονισμός όλων των δραστηριοτήτων που αποσκοπούν στην ανάδειξη και προώθηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό του κλασικού Ολυμπιακού Ιδεώδους και των αξιών που το συνοδεύουν.
Καθώς και την ανάπτυξη και εφαρμογή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων, που άμεσα ή έμμεσα συνδέονται με την προστασία και αξιοποίηση της υλικής και άυλης κληρονομιάς των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα.
Επίσης, αντικείμενο της Γ.Γ.Ο.Α. αποτελούσε, και η εποπτεία της τήρησης των όρων και προϋποθέσεων υπό τις οποίες εκδίδονται, κάθε φορά, οι άδειες λειτουργίας των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων και η επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασής τους καθώς και η παρακολούθηση του προγράμματος αθλητικών υποδομών.
Για όλα αυτά πότε έκανε τον παραμικρό ή στοιχειωδώς μικρόν δημόσιο απολογισμό του έργου του Υπουργείου του ο κ. Ε. Βενιζέλος.
Σημειώνω δε ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 ώς οργανωτική αλλά και ώς πολιτιστική δραστηριότητα ανήκε αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού της εποχής, υπο τον κ. Ε. Βενιζέλο ώς υπουργό Πολιτισμού.
“Μελαγχολία”, αυτό ήταν το κύριο συναίσθημα μου, διαβάζοντας το άρθρο “Building for Gold”, της Margaret οʼ Connor στους FinancialTimes (2.8.2008).
Αυτό που με παρακίνησε μάλιστα να βρω και να διαβάσω το πρωτότυπο άρθρο ήταν η αναφορά, ότι η Αθήνα αποτελεί την μοναδική, πρόσφατη, περίπτωση πόλης, η οποία, δεν χρησιμοποίησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ως μοχλό, για μια σημαντική αστική οικιστική ανανέωση. Είχα την ελπίδα, πως πρόκειται για σχόλιο της μετάφρασης που δεν υπήρχε στο πρωτότυπο. Όμως, δυστυχώς επιβεβαιώθηκε πως μας πήραν χαμπάρι και διεθνώς.
Και αν αναλογισθούμε, πώς φθάσαμε ως εδώ, ποιες ήταν οι αρχικές εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ., και ποια η μέχρι τώρα εξέλιξη, η μελαγχολία γίνεται θλίψη κι απογοήτευση.
Σε νέο ρόλο ο πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) κ. Π. Θωμόπουλος
O υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου συναντήθηκε με τον πρώην υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Παναγιώτη Θωμόπουλο τον Ιούνιο του 2010.
Οί Τραπεζίτες έχουν ιστορία στην άσκηση της “εξουσίας”, σε αυτόν τον “τόπο”, δυστυχώς!!!
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος» ο κ. Θωμόπουλος το πιθανότερο είναι να τεθεί επικεφαλής του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), που θα συσταθεί τις αμέσως επόμενες ημέρες βάσει του μνημονίου για να εξασφαλίσει τη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών με 10 δισ. ευρώ.
Να σημειωθεί ότι το Ταμείο θα έχει αυξημένες δικαιοδοσίες για τον έλεγχο κάθε πιστωτικού ιδρύματος που ενισχύει. Η συμμετοχή σε αυτό θα είναι υποχρεωτική και θα ενεργοποιείται όταν δεν καλύπτονται οι ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις, όπως έχουν οριστεί για συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από την Τράπεζα της Ελλάδος. Τα ίδια κεφάλαια θα παρέχονται με τη μορφή προνομιούχων μετοχών, που θα μετατρέπονται σε κοινές, σε επόμενο στάδιο αν δεν είναι δυνατό να επαναγοραστούν από την τράπεζα που έλαβε βοήθεια. Συγκεκριμένα έπειτα από 5 χρόνια οι μετοχές πρέπει να επανακτηθούν ή να αποζημιωθούν με πρόστιμο. Αν αυτό δεν είναι εφικτό γιατί δεν καλύπτονται τα κριτήρια κεφαλαιακής επάρκειας, οι προνομιούχες μετοχές πρέπει να μετατραπούν σε κοινές.
(http://www.tovima.gr/finance/finance-news/article/?aid=339328)
Θα πρέπει οι Ελληνες πολίτες να αναρωτηθούν, η μετατροπή της “μεγάλης ιδέας του Ολυμπισμού”, σε μιά τεράστια πολυεθνική επιχείρηση, τί όφελος είχε για την Ελλάδα, για την χώρα μας.
Και σε όσους θα σπεύσουν να μου χρεώσουν στο άρθρο μου, ιδεολογική προκατάληψη, ας μοy επιτραπεί να θέσω, υπόψη τους, τα εξής ενδεικτικά και μόνο οικονομικά στοιχεία:
1. Από το 1989 η ίδια η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) έχει συγκροτήσει τμήμα marketing, προκειμένου να μεγιστοποιήσει τα έσοδά της, τα οποία, από το 1980 μέχρι τα τέλη του 2000, υπερέβαιναν τα 15 δισεκατομμύρια δολάρια, και αυτά μόνον από τα προγράμματα marketing.
2. Ειδικότερα, στην περίοδο 1997-2000 οι σχετικές εισπράξεις της ΔΟΕ ανήλθαν στο ύψος των 3,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ποσό που, όπως προκύπτει από τον ετήσιο απολογισμό της ΔΟΕ για το 2000, κατανέμεται στις εξής επιμέρους εισπράξεις:
α) από πωλήσεις τηλεοπτικών δικαιωμάτων 719 δισ. δρχ.
β) από προγράμματα παγκόσμιων χορηγών 214 δισ. δρχ.
γ) από πωλήσεις εισιτηρίων 177 δισ. δρχ.
δ) από πωλήσεις προϊόντων και από συναφή εμπορικά προγράμματα 24 δισ. δρχ.
ε) από εθνικές χορηγίες 245 δισ. δρχ.
Αναλογιστείτε άπαντες την τάξη μεγέθους των “κερδών”, και πρός τα πού κατευθύνθησαν, ή διαφορετικά τον “τζίρο”, όλης αυτής της επιχείρησης, και το όφελος, και βέβαια πρός τα πού οδηγήθηκαν τα “κέρδη” των επιχειρηματιών.
Η ηλεκτρονική έκδοση του “Βήματος” σε άρθρο της εποχής (20/12/1998), σημειώνει :
“ΕΝΤΟΝΗ κινητικότητα παρουσιάζεται στα επιχειρηματικά σχήματα τα οποία δημιουργήθηκαν αμέσως μετά την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από στελέχη και συνεργάτες της Επιτροπής Διεκδίκησης: ανακατανομή μετοχικών πακέτων και διοικητικές αλλαγές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εταιρεία “Pente Link”, τα ιδρυτικά μέλη και οι μέτοχοι της οποίας προέρχονται από τον στενό κύκλο των συνεργατών της κυρίας Γιάννας Αγγελοπούλου, οι κκ. Μάρτον Σίμιτσεκ (πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος), Φάνης Συναδινός (αντιπρόεδρος), Γιάννης Γιαννάκης και Τάσος Γιαννακούρος.
Προσφάτως έγινε γνωστό ότι οι τέσσερις αρχικοί μέτοχοι αποφάσισαν να πουλήσουν το σύνολο των μετοχών τους σε ενδιαφερόμενο επιχειρηματία με μεγάλη οικονομική επιφάνεια.
Η ταυτότητα του “ενδιαφερομένου” δεν ήταν γνωστή ούτε στους μετόχους ή τουλάχιστον στους περισσοτέρους εξ αυτών, όπως οι ίδιοι διαβεβαιώνουν. Και τούτο διότι όλοι οι μέτοχοι, πολύ πριν από την εκδήλωση του όποιου ενδιαφέροντος, είχαν εκχωρήσει τις μετοχές τους στον δικηγόρο κ. Ανδρέα Μεταξά, συνεργάτη γνωστού δικηγορικού γραφείου”.
Επιπλέον έγινε γνωστό ότι ένας εκ των μετόχων, ο κ. Γιαννάκης (πρώην μάνατζερ ομάδων μπάσκετ και αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Επιτροπής Διεκδίκησης), θα αναλάβει καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στην εταιρεία υπό τη νέα, αλλά άγνωστη εισέτι, ιδιοκτησία της.
Το γεγονός ότι ο νέος ιδιοκτήτης, (αν και εφόσον υπάρχει), κρατάει ακόμη κλειστά τα χαρτιά του τροφοδότησε πληθώρα φημών για την ταυτότητά του αλλά και για τις επιδιώξεις του. Μάλιστα ορισμένες εξ αυτών εξέφραζαν την άποψη ότι οι κινήσεις του κ. Γιαννάκη καλύπτονται από την οικογένεια Αγγελοπούλου.
Αλλά το ενδεχόμενο αυτό διαψεύδεται κατηγορηματικώς. Εκπρόσωποι της οικογένειας με δήλωσή τους προς «Το Βήμα» επισημαίνουν ότι «ο κ. Θ. Αγγελόπουλος και η κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου δεν έχουν καμία σχέση με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των πρώην συνεργατών τους στην Επιτροπή Διεκδίκησης». Η εταιρεία Pente Link (επωνυμία η οποία παραπέμπει στους «πέντε» ολυμπιακούς κύκλους) ιδρύθηκε αμέσως μετά την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από την Αθήνα το φθινόπωρο του 1997”.
http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=106262
Το 2006, η κ. Γ. Αγγελοπούλου και ο δεύτερος σύζυγός της, εξαγόρασαν την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, ενώ ένα χρόνο αργότερα απέκτησαν και τον ραδιοσταθμό Planet, τον οποίο μετονόμασαν σε City 99,5.
Στις 22 Ιουνίου του 2009, ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά, μαζί με το σύζυγό της, πως αποχωρούν οριστικά από το χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, προχωρώντας σε άμεση εκκαθάριση των εταιρείων στις οποίες ανήκαν και τα δύο μέσα μαζικής επικοινωνίας.
Ποιος μπορεί ακόμη να αμφιβάλλει; Στον ολυμπιακό στίβο δεν συναγωνίζονται πρόσωπα, αθλητές, δεν εκφράζονται «ψυχή τε και σώματι» νεανικές και ανθούσες προσωπικότητες, εκφράζεται ο σκληρός οικονομικός ανταγωνισμός δημιουργίας κέρδους και υπεραξίας πρός όφελος των απανταχού “απάτριδων αρπακτικών”.
Εμείς όμως, εδώ στην Ελλάδα των αρχών του 21ου αιώνα, δεν πρέπει να ξεγελαστούμε, δεν πρέπει να τούς αφήσουμε την παραμικρή υποψία ότι δεν καταλαβαίνουμε.
Γνωρίζουμε ότι πίσω από το φανταχτερό και προκλητικά δαπανηρό για εμάς, “διάκοσμο” των, χωρίς οικονομικό απολογισμό ακόμα, Ολυμπιακών Αγώνων του «ΑΘΗΝΑ 2004», το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου του 1999, τίς “αλχημείες” με τίς εταιρείες “φαντάσματα” για την εξυπηρέτηση συμφερόντων Τραπεζιτών, κρύβεται η Αθήνα του τσιμέντου, η Αθήνα της χωματερής, η Αθήνα της Δυτικής Όχθης, η Ελλάδα των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων και ημιαπασχολούμενων, η Ελλάδα των “γκέτο”, η Ελλάδα της Φτώχειας, για τους οποίους, τελετουργία, αποτελεί η καθημερινή βιοπάλη, ο καθημερινός αγώνας επιβίωσης σε μιά χώρα την οποία Τραπεζίτες και πολιτικοί προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν μάς ΑΝΗΚΕΙ.
Σε ποιό κατώτατο σημείο, πόσο ακόμη χαμηλά, πρέπει να φτάσει η χώρα, για να αντιληφθούν πλέον όλοι, ότι οι Τραπεζίτες έχουν τεράστια ευθύνη διαχρονικά για την “κατάντια” αυτής της χώρας ;;;
Πηγές : ε/φ “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ” της 17/3/2010 με τίτλο “Η προίκα του 2004”
άρθρο του κ. Πάνου Τότσικα.
http://archive.in.gr/news/2000/greece/g_may02.htm
http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=155335