Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται
Βλέπω εδώ και μήνες πολλούς, κοντά χρόνο τώρα, κάθε νύχτα, όλη νύχτα, τα πιο τρομακτικά όνειρα. Με κυνηγάνε, με σφάζουνε, με βάζουν φυλακή, χρέη, χρέη, χρέη, ενοίκια, κοινόχρηστα, ασφάλιστρα, λογαριασμοί, εξώδικα, δικηγόροι, εφοριακοί, χίλιοι δυο. Είμαι γεμάτος αίματα από το ξύλο που χω φάει, παλούκια, πριόνια, τσιγκέλια, φυλακές, κρεμάλες. Δεν μπορώ ούτε να ανασάνω από τα ασφυξιογόνα. Κάνω να πάρω ανάσα αλλά τίποτε και σκέφτομαι πάει θα πεθάνω τώρα, θα πάθω (και δεύτερο) έμφραγμα, και ίσως και καλύτερα να ξεμπερδεύω και τέτοια ηττοπαθητικά (λολ) και πάνω κει… ξυπνάω μες τον πανικό και τον ιδρώτα.
Βλέπω έγχρωμα όνειρα. Και έχουν πάντα υπόθεση. Αλλά δεν την θυμάμαι στις λεπτομέρειες όταν ξυπνάω. Κάποια λίγα και κείνα μες την ομίχλη.
Το πιο τρομακτικό μου όνειρο όμως, το πιο πιο εφιαλτικό, ΔΕΝ έχει αίματα ούτε βία, ούτε τίποτε. Κι ούτε με αφορά εμένα άμεσα. Βλέπω που λέτε να γίνεται ειδικό δικαστήριο. Ναι ειδικό δικαστήριο. Με κατηγορούμενους, ξέρετε ποιους. Αλλά όχι πολλούς, μη φανταστείτε. Να κάνα δυο τρεις. Ετσι για νάχει και κατηγορουμένους το δικαστήριο, αλλιώς τι ειδικό δικαστήριο θα ‘τανε.
Και προεδρεύουν που λέτε στο ειδικό δικαστήριο οι γνωστοί ανώτατοι, οι διορισμένοι δηλαδή από τους ίδιους αυτούς κατηγορούμενους, δικαστές. Και πρόκειται να τους δικάσουν, τους κατηγορούμενους, πάλι με νόμους που έφτιαξαν αυτοί οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι. Εμ, άμα είναι εφιάλτης πρέπει νάναι σωστός. Να έχει και τρόμο. Αληθινό τρόμο. Οχι κινηματογραφικό και στα ψέμματα. Πως αλλιώς θα είναι σωστός ο εφιάλτης;
Είναι και οι κάμερες που λέτε εκεί, και μέχρι που κάνει ρεπορτάζ και η Πετρούλα. Φυσικά αθωώνονται παμψηφεί οι κατηγορούμενοι. Λόγω των ωραίων και δικαίων νόμων με τους οποίους δικάστηκαν, παρά την “αυστηρότητα” που επέδειξαν οι δικαστές με τα γουνάκια. Και η Πετρούλα πανηγυρίζει.
Κάπου εκεί ξυπνάω μες τον τρόμο και τον πανικό.
Κάθε που το βλέπω αυτό το όνειρο, τον μεγάλο μου δηλαδή εφιάλτη, πάει μετά, δεν με πιάνει ύπνος. Ως το πρωϊ γαρίδα το μάτι. Ξημερώνομαι στην καρέκλα από το φόβο μη πάω στο κρεβάτι και το ξαναδώ…
Αλλά καμμιά φορά, μια το μήνα, είμαι τυχερός. Βλέπω κι ένα χαρούμενο όνειρο. Το ίδιο πάντα: είναι λέει ένας ΚΛΗΡΩΤΟΣ εισαγγελέας που απαγγέλει κατηγορίες μπροστά σε ένα ΚΛΗΡΩΤΟ δικαστήριο. Λεγεώνα οι κατηγορούμενοι. Και οι ποινές που προτείνει, προτείνει να επεκταθούν και στις-στους συζύγους αλλά και στους γόνους των κατηγορουμένων. Εξηγεί και τους λόγους. Ωραίος κι εύγλωττος. Μου θυμίζει λίγο τον δάσκαλό μου στο δημοτικό. Εκείνον με το zundapp και το βαρύ χέρι.
Για ορισμένους από τους κατηγορουμένους που δεν μπόρεσε να τους βρει για να τους συλλάβει αυτός ο ΚΛΗΡΩΤΟΣ εισαγγελέας, διότι την κοπάνησαν εκτός χώρας, λέει στο δικαστήριο πως έχει αμολύσει ένα ειδικό σώμα της ΝΕΑΣ αστυνομίας, κάτι μεταξύ καταδρομέων και ειδικών πρακτόρων, ανά τον πλανήτη για να τους βρει. Και υπόσχεται στο ΚΛΗΡΩΤΟ δικαστήριο, πως σε κάνα μήνα θα τους έχει όλους μαζεμένους ανεξάρτητα από το σε ποια τρύπα βρήκαν και κρύφτηκαν και σε ποια χώρα.
Το παράδοξο είναι πως στο ακροατήριο αυτού του ΚΛΗΡΩΤΟΥ δικαστηρίου, μια δυο σειρές πιο πίσω, όποτε γυρίζω να κοιτάξω βλέπω τον παππού μου τον Θεοκλή. Που ‘ναι πεθαμένος από τη δεκαετία του ’60. Και φοράει εκείνη την αρχαία ξεφτισμένη χλαίνη, που έχει λιώσει πια απάνω του, και που του την είχανε δώσει όταν πήγε φαντάρος στην Αλβανία. Αυτήν που φορούσε όταν έβγαινε καταχείμωνο να πάει στα χωράφια ή να μαζέψει τα γελάδια. Κι έχει μέχρι και το θρακιώτικο το ζωνάρι του, ζωσμένο στη μέση του. Σίγουρα εκεί θα χει και την ξύλινη την ταμπακέρα του, με τα κόκκινα τσιγαρόχαρτα μέσα, εκείνα του ελληνικού μονοπωλίου καπνού. Οπως τον θυμάμαι από μικρός. Που έστριβε εκείνα τα χοντρά τσιγάρα από τον καπνό από το χωράφι του. Κι έστριβε μετά και το μουστάκι του.
Και με κοιτάει ο πεθαμένος και χαμογελάει.
Καλή σας νύχτα.
Θραξ Αναρμόδιος